damned

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdæmd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dæmd/ ,USA pronunciation: respelling(damd)

Inflections of 'damned' (adj):
damnedest
adj superlative
damndest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: damned, damn

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damned adj (religion: condemned to Hell)καταραμένος μτχ πρκ
 In some Christian theology, damned souls spend eternity in hell, while the righteous ascend to heaven.
damned,
damn
adj
potentially offensive, informal (awful, annoying) (καθομιλουμένη)αναθεματισμένος, καταραμένος μτχ πρκ
  (υβριστικό)γαμημένος μτχ πρκ
 That damned cat has trampled my flower beds again!
damned,
damn
adv
potentially offensive, informal (intensifier) (ανεπ, εμφατικός τύπος)διαβολεμένα, διαολεμένα, κολασμένα επίρ
  (καθομιλουμένη)τρομερά, απίστευτα επίρ
 He's too damned lazy to do his share of the housework.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damned,
damn
adj
potentially offensive, informal (complete) (καθομιλουμένη)απόλυτος επίθ
 Having to replace a passport is a damned nuisance.
the damned npl (condemned people)οι κολασμένοι, οι καταραμένοι άρθ ορ + μτχ πρκ
 Hieronymus Bosch painted marvelously detailed depictions of the damned suffering torments in hell.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damn adj potentially offensive, informal (hated)αναθεματισμένος, καταραμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)παλιο- α' συνθετικό
  (προσβλητικό)σκατο- α' συνθετικό
 That damn rabbit ate my lettuce again.
 Αυτό το αναθεματισμένο (or: καταραμένο) το κουνέλι έφαγε τα μαρούλια μου πάλι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτός ο παλιόκαιρος δε λέει να στρώσει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί κάθεσαι ακόμα σ' αυτή τη σκατοδουλειά;
Damn! interj potentially offensive, informal (surprise realisation) (καθομιλουμένη)φτου επιφ
  να πάρει, στην ευχή επιφ
  (προσβλητικό)που να πάρει ο διάολος επιφ
  (αργκό, καθομιλουμένη (οχι ευγενικό))γαμώτο επιφ
 Damn! I forgot my wallet.
 Φτου! Ξέχασα το πορτοφόλι μου!
 Να πάρει (or: Στην ευχή)! Ξέχασα το πορτοφόλι μου!
 Ξέχασα το πορτοφόλι μου, (που) να πάρει ο διάολος!
 Γαμώτο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου.
Damn [sb]! interj potentially offensive, informal (anger, contempt) (κάποιον)Παράτα...! επιφ
  (προσβλητικό)Χέσε...! επιφ
  (υβριστικό)Γάμησε...! επιφ
 Damn him! He's such a jerk!
 Παράτα τον! Είναι πολύ βλάκας!
 Χεσ' τον! Είναι πολύ μαλάκας!
 Γαμησέ τον! Είναι πολύ μαλάκας!
damn adv potentially offensive, informal (intensifier)φοβερά, απίστευτα επίρ
  (αργκό)γαμάτος επίθ
Σχόλιο: Ο όρος έχει επιτατική χρήση. Εάν το επίθετο που τον συνοδεύει εκφράζει θετική, ανώτερη ποιότητα, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο όρος της αργκό «γαμάτος».
 Mary bakes a damn good pie.
 Η Μαίρη φτιάχνει μια απίστευτα (or: φοβερά) νόστιμη πίτα.
 Η Μαίρη φτιάχνει μια γαμάτη πίτα.
damn [sb] vtr often passive (condemn to misfortune) (εγώ κάποιον)καταριέμαι ρ μ
  (μεταφορικά)καταδικάζω ρ μ
  (κάποιον εμένα)είμαι καταραμένος ρ έκφρ
 They were damned by the gods.
 Τους είχαν καταραστεί οι θεοί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damn n (curse)βρισιά ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)βρομόλογα ουσ ουδ πλ
  παλιοκουβέντες ουσ θηλ πλ
  (προσβλητικό)γαμωσταυρίδια ουσ ουδ πλ
 He let slip a damn when he trapped his finger.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
damned | damn
ΑγγλικάΕλληνικά
damned annoying adj potentially offensive, informal (extremely irritating)απίστευτα ενοχλητικός επίθ
 Would you please cut out that humming? It's damned annoying.
damned boring adj potentially offensive, informal (tedious) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό)πολύ βαρετός επίθ
damned if you do,
damned if you do and damned if you don't
adj
figurative (in no-win situation) (μεταφορικά)μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα έκφρ
damned irritating adj potentially offensive, informal (annoying) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό)πολύ ενοχλητικός επίθ
"Well,
I'll be damned!",
also US: "Well,
I'll be darned!"
interj
potentially offensive, informal (surprise, disbelief)βρε που να με πάρει! έκφρ
 Well, I'll be damned; if it isn't my long-lost sister!
I'll be damned if,
also US: I'll be darned if
expr
potentially offensive, informal (defiance) (καθομιλουμένη)να με πάρει και να με σηκώσει έκφρ
  (άρνηση για κάτι)ούτε πάνω από το πτώμα μου δεν θα έκφρ
 I'll be damned if I'm going to let you take our son!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'damned' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [spirits, souls] of the damned, [punishment, hell] for the damned, the damned will go to hell, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση damned στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «damned».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!