Listen:
From the verb curse : (⇒ conjugate ) cursed is: ⓘClick the infinitive to see all available inflections v past v past p
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
cursed, cussed adj (under a curse) καταραμένος μτχ πρκ
(καθομιλουμένη ) μου του έχουν ματιάσει έκφρ
Trevor seems to have a cursed life; everything he does goes wrong!
cursed adj figurative, dated (damn, damned) (μεταφορικά ) καταραμένος μτχ πρκ
(χυδαίο, αργκό ) μαλακισμένος, γαμημένος μτχ πρκ
This cursed car won't start again.
Το καταραμένο το αμάξι δεν παίρνει μπρος.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
curse n (evil spell) κατάρα ουσ θηλ
In the end, it turns out that the ogre was under a curse.
Τελικά αποδείχθηκε ότι είχαν ρίξει κατάρα στο τέρας.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι παλαιότεροι πίστευαν πως οι αρρώστιες έρχονταν από κατάρες που τους βάραιναν.
curse n figurative (bad luck) (μεταφορικά ) κατάρα ουσ θηλ
I always lose at games; it's a curse.
Πάντα χάνω στα παιχνίδια, είναι κατάρα.
the curse n figurative, slang (menstruation) (αργκό ) οι Ρώσοι φρ ως ουσ αρσ πλ
(αργκό, παλαιό ) τα ρούχα μου φρ ως ουσ ουδ πλ
Mary calls her period "the curse."
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν της έρχεται περίοδος, η ξαδερφή μου λέει πως «ήρθαν οι Ρώσοι».
curse [sb/sth] ⇒ vtr (cast an evil spell on) καταριέμαι ρ μ
ρίχνω κατάρα σε κπ/κτ περίφρ
Witches in fairy tales are always cursing people.
Οι μάγισσες στα παραμύθια πάντα καταριούνται διάφορους ανθρώπους.
curse, cuss vi US, informal (swear: use obscene language) βρίζω ρ αμ
Gay cursed loudly when she dropped a hammer on her toe.
Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της.
curse at [sb] , cuss at [sb] vi + prep US, informal (swear at: use obscene language) βρίζω ρ μ
(αργκό, μτφ: σε κάποιον ) τα χώνω έκφρ
Perry cursed at the driver who swerved in front of him.
Ο Πέρυ έβρισε τον οδηγό που έστριψε απότομα μπροστά του.
Επιπλέον μεταφράσεις
curse n (oath, imprecation) μη διαθέσιμη μετάφραση
Audrey uttered a few curses when her computer crashed for the third time.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'cursed ' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή: