• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: doomed, doom

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
doomed adj (ill fated)καταδικασμένος μτχ πρκ
 His business venture was doomed from the start.
 Το επιχειρηματικό του εγχείρημα ήταν καταδικασμένο απ' την αρχή.
doomed to [sth],
doomed to do [sth]
adj + prep
(destined, fated) (σε κάτι, να κάνω κάτι)καταδικασμένος μτχ πρκ
 The train passengers were doomed to be stranded in the snow storm.
 Οι επιβάτες του τρένου ήταν καταδικασμένοι να αποκλειστούν στη χιονοθύελλα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
doom n (person: death) (ευφημισμός: θάνατος)μοίρα ουσ θηλ
  τέλος ουσ ουδ
 The knight faced the dragon, sure he was looking his doom in the eye.
 Ο ιππότης κοίιταξε τον δράκο, σίγουρος πως αντίκριζε το τέλος του κατάματα.
doom n (terrible fate)καταδίκη ουσ θηλ
  μοίρα ουσ θηλ
 Sisyphus's doom was to spend eternity rolling a rock up a mountain.
 Η αιώνια καταδίκη του Σίσυφου ήταν να κυλάει έναν βράχο πάνω σε ένα βουνό.
doom n (failure)καταστροφή ουσ θηλ
 Poor financial management led to the company's doom.
 Η κακή οικονομική διαχείριση οδήγησε στην καταστροφή της επιχείρησης.
doom [sb/sth] to [sth] vtr + prep often passive (condemn to [sth])καταδικάζω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι καταδικασμένος σε κτ έκφρ
 A poor education system doomed the children to a life of low-paid work.
 We are doomed to continue making the same mistakes.
 Το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα καταδίκασε τα παιδιά σε μια ζωή χαμηλόμισθης εργασίας.
doom [sb/sth] vtr often passive (to death or terrible fate) (εγώ ο ίδιος)είμαι καταδικασμένος ρ έκφρ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)είμαι καταραμένος ρ έκφρ
  (κάποιον/κάτι)καταδικάζω ρ μ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)καταριέμαι ρ μ
 The child was doomed from the moment of his birth.
 Το παιδί ήταν καταδικασμένο απ' τη στιγμή της γέννησής του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
doomed | doom
ΑγγλικάΕλληνικά
doomed to failure,
doomed to fail
adj
(destined not to succeed)καταδικασμένος να αποτύχει περίφρ
 The plan was so unrealistic, it was doomed to failure.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'doomed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [project, plan] was doomed from the beginning, was doomed from the [start, get-go], seemed doomed from the [start], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση doomed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «doomed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!