WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
alike adj | (very similar) (σχετική ομοιότητα) | μοιάζω ρ αμ |
| | παρόμοιος επίθ |
| (απόλυτη ομοιότητα) | ίδιος επίθ |
| (εμφατικός τύπος) | ολόιδιος επίθ |
| The faces of the father and the son are alike. |
| Τα πρόσωπα του πατέρα και του γιου είναι ίδια. |
alike adv | (in the same manner) (σχετική ομοιότητα) | παρόμοια επίρ |
| | με παρόμοιο τρόπο φρ ως επίρ |
| (απόλυτη ομοιότητα) | με τον ίδιο τρόπο φρ ως επίρ |
| People from the same area usually talk alike. |
| Όσοι είναι από την ίδια περιοχή συνήθως μιλούν παρόμοια. |
alike adv | (equally or similarly) | το ίδιο φρ ως επίρ |
| | ισότιμα, εξίσου επίρ |
| | όμοια επίρ |
| The law must apply to rich and poor alike. |
| Ο νόμος πρέπει να ισχύει το ίδιο για τους πλούσιους και για τους φτωχούς. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: