• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
aliquot n (part or portion) (επιστ: χημεία, μικροβιολογία και συναφή)κατάλληλη ποσότητα επίθ + ουσ θηλ
  μέρος, τμήμα ουσ ουδ
  δείγμα ουσ ουδ
  κλάσμα ουσ ουδ
aliquot adj (maths: denoting divisor) (μαθηματικά)υποπολλαπλάσιος επίθ
  κλασματικός επίθ
  του διαιρέτη περίφρ
aliquot adj (of equal quantities)επιμέρους επίθ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση aliquot στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «aliquot».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!