| Κύριες μεταφράσεις |
| mismatched adj | (not alike, not a pair) | αταίριαστος επίθ |
| | (όχι ζευγάρι) | παράταιρος επίθ |
| | My sister and her new boyfriend make kind of a mismatched couple. |
| mismatched adj | (conflicting, not harmonious) | αταίριαστος επίθ |
| | | ασύμφωνος επίθ |
| | The two were completely mismatched and shouldn't have gotten married. |
| mismatched adj | (colours: uncoordinated) | αταίριαστος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | άσχετος επίθ |
| | Your socks are mismatched; you're wearing a blue one and a red one. |
| mismatched adj | (uneven ability) | που δεν είναι στο ίδιο επίπεδο, που δεν είναι του ίδιου επιπέδου περίφρ |
| | | που δεν είναι ισάξιος περίφρ |
| | This boxing match will be over in the first round. The boxers are completely mismatched, and Perez will be KO'd almost immediately. |
| Κύριες μεταφράσεις |
| mismatch n | (sports: uneven contest) (αγώνας) | άνισος επίθ |
| | The game was a major mismatch; the home team didn't stand a chance. |
| | Ο αγώνας ήταν εντελώς άνισος, η γηπεδούχος δεν είχε καμιά πιθανότητα. |
| mismatch n | (teams, opponents: uneven) | άδικος συνδυασμός επίθ + ουσ αρσ |
| | | κακός συνδυασμός, άνισος αγώνας επίθ + ουσ αρσ |
| | | αντίπαλοι που δεν είναι ισάξιοι περίφρ |
| | (ζαργκόν: μπάσκετ) | mismatch ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές. |
| | The two chess players were a mismatch, as they had very different ratings. |
| | Ο συνδυασμός των δύο σκακιστών ήταν άδικος καθώς είχαν πολύ διαφορετική θέση στη βαθμολογική κατάταξη. |
| mismatch n | (sports: badly matched team, opponent) | που δεν είναι στο ίδιο επίπεδο περίφρ |
| | The champion tennis player was a complete mismatch for his opponent, a beginner. |
| mismatch n | (incompatible relationship) | αταίριαστο ζευγάρι επίθ + ουσ ουδ |
| | | ασυμφωνία χαρακτήρων επίθ + ουσ αρσ πλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές. |
| | Lynn and Carl's marriage was a mismatch; I'm not surprised they've divorced. |
| | Υπήρχε μεγάλη ασυμφωνία χαρακτήρων στον γάμο της Λιν με τον Κάιλ και δεν απορώ που χώρισαν. |
| mismatch n | (things, people: badly matched pair) | αταίριαστος επίθ |
| | The band and the song were a mismatch, which is why they sold so few downloads. |
| mismatch n | (unsuited thing, person) | κτ που δεν ταιριάζει περίφρ |
| | The school was a mismatch for Karen; there wasn't enough sport for her liking. |
| | Το σχολείο δεν ταίριαζε στην Κέιτ γιατί δεν είχε αρκετά αθλήματα της αρεσκείας της. |
| mismatch⇒ vi | (people: are incompatible) | δεν ταιριάζω περίφρ |
| | | είμαι αταίριαστος περίφρ |
| mismatch n | (incompatibility) | ασυμβατικότητα ουσ θηλ |
| | There is a mismatch between students' expectations and the careers that are open to them. |
| mismatch vi | (rivals, opponents, teams: uneven) | δεν είμαι ισάξιος περίφρ |
| | | δεν είμαι στο ίδιο επίπεδο περίφρ |
| mismatch [sth]⇒ vtr | (match incorrectly) | δεν ταιριάζω κτ σωστά περίφρ |
| | | δεν ταιριάζω κτ με κτ, δεν συνδυάζω κτ με κτ περίφρ |
| | The designer mismatched the curtains. |
| | Ο διακοσμητής δεν ταίριαξε σωστά τις κουρτίνες. |