Σε αυτή τη σελίδα: alienating, alienate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
alienating adj (make feel left out)που σε αποξενώνει περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
alienate [sb] vtr (make hostile)απομακρύνω ρ μ
  δυσαρεστώ ρ μ
 Be careful that you don't alienate your girlfriend's parents with your political views.
alienate [sb] vtr (make distant)απομακρύνω, αποξενώνω ρ μ
 Sara's cruel behaviour alienated her from her peers.
alienate [sb] vtr (isolate)αποξενώνω ρ μ
 The city's grey urban landscape alienates its residents.
 Η σκληρή συμπεριφορά της την αποξένωσε από τους συνομήλικούς της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση alienating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «alienating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!