matching

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmætʃɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: matching, match

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
matching adj (pattern, colours)ασορτί επίθ άκλ
  ταιριαστός επίθ
 Rachel bought matching drapes for her furniture.
matching adj (fitting together)ταιριαστός, αντίστοιχος επίθ
  που ταιριάζουν, που πάνε μαζί περίφρ
 Erin put the matching puzzle pieces together.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
match n often plural (stick for lighting fire)σπίρτο ουσ ουδ
 She struck the match to light the fire.
 Άναψε το σπίρτο για να ανάψει τη φωτιά.
match n (sports game)αγώνας ουσ αρσ
  (συνήθως ποδόσφαιρο)ματς ουσ ουδ άκλ
  (καθομιλουμένη)παιχνίδι ουσ ουδ
 Are you going to the match this Saturday?
 Θα πας στον αγώνα αυτό το Σάββατο;
 Θα πας στο ματς αυτό το Σάββατο;
match [sth] with [sth] vtr + prep (join, pair) (κάτι με κάτι άλλο)αντιστοιχίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ταιριάζω ρ μ
 In this game, you need to match each card with another card with the same design.
 Σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να αντιστοιχίσεις κάθε κάρτα με μια άλλη κάρτα που έχει το ίδιο σχέδιο.
match [sth] vtr (go with harmoniously)ταιριάζω ρ μ
 You did a good job getting all the furnishings in this room to match the wallpaper so well.
 Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία.
match vi (clothing, etc.: go together)ταιριάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πάω ρ αμ
 Do my clothes match?
 Ταιριάζουν τα ρούχα μου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
match n (person, team: equal in skill, etc.)ισοδύναμος επίθ
 The two teams are a good match, and it should be an exciting game.
 Οι δυο ομάδες είναι ισοδύναμες μεταξύ τους και ο αγώνας θα είναι συναρπαστικός.
match n (pairing)ταιριαστός επίθ
  ταιριάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)δένω ρ αμ
 It's good that they are going into business - those two are a good match.
 Είναι καλό που θα συνεργαστούν - οι δυο τους είναι πολύ ταιριαστοί.
 Είναι καλό που θα συνεργαστούν - οι δυο τους ταιριάζουν πολύ.
match n (suitable partners in love)ζευγάρι ουσ ουδ
  ταιριαστός επίθ
  ταιριάζω ρ αμ
 I'm pleased Alex and Sally got together at last; they are such a good match.
 Χαίρομαι που ο Άλεξ και η Σάλλυ τα έφτιαξαν τελικά. Είναι τόσο ταιριαστοί.
match n (marriage) (παλαιό)ζευγάρωμα ουσ ουδ
 In this fairy tale, the king is desperate to find a match for his daughter.
match n (pairing: things that correspond)αντιστοιχία ουσ θηλ
  κτ που ταιριάζει περίφρ
  κτ που είναι ίδιο περίφρ
 The police found a match for the fingerprints in their database of suspects.
match [sth] vtr (correspond to)αντιστοιχώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)ταιριάζω ρ μ
 This key matches this lock.
 Το κλειδί αντιστοιχεί (or: ταιριάζει) στην κλειδαριά.
match [sth/sb] vtr (measure up to)τα πάω το ίδιο καλά με κπ/κτ περίφρ
  είμαι εξίσου καλός με κπ/κτ περίφρ
 If the players can match their previous performance, they'll win this game easily.
match [sth] vtr (clothing, designs: go with)ταιριάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)πάω, πηγαίνω ρ μ
 Do my shoes match my shirt?
 Ταιριάζουν τα παπούτσια μου με το πουκάμισο;
 Πάνε τα παπούτσια μου με το πουκάμισο;
match [sth/sb] vtr (place in competition with)βάζω να αγωνιστεί περίφρ
  (καθομιλουμένη)βάζω να παίξει περίφρ
  (καθομ: αγώνας ταχύτητας)βάζω να τρέξει περίφρ
  (με κλήρωση)κληρώνω ρ μ
 In the tournament, the team was matched with a very difficult opponent.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι δίκαιο! Έβαλαν την ομάδα μας να αγωνιστεί (Or: παίξει) με την πιο δύσκολη αντίπαλο.
 Στο τουρνουά, η ομάδα κληρώθηκε με πολύ δύσκολη αντίπαλο.
match [sth] vtr (be equal to)είμαι ίσος, είμαι ίδιος ρ έκφρ
  (μεταφορικά)συναγωνίζομαι ρ αμ
 The man's anger matched his wife's.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
match | matching
ΑγγλικάΕλληνικά
match up vi phrasal (be similar)ταιριάζω ρ αμ
 It can be hard for partners to get along when their political views don't match up.
match up with [sth] vi phrasal + prep (be similar to)ταιριάζω με κτ ρ αμ + πρόθ
  μοιάζω με κτ ρ αμ + πρόθ
 The computer will check to see if anyone's interests match up with yours.
match up vi phrasal UK, figurative, informal (be as good)είμαι ισάξιος έκφρ
  (μεταφορικά)συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)είναι το ίδιο καλός έκφρ
Σχόλιο: Often used in questions or where there is doubt.
 My mother's chicken soup was the best; mine can never match up.
match up to [sth/sb] vi phrasal + prep UK, figurative, informal (be as good as) (με κπ/κτ ή με γενική)είμαι ισάξιος ρ έκφρ
  (μεταφορικά)συναγωνίζομαι ρ αμ
  (σε προσδοκίες)ανταποκρίνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Sadly, the reality of modelling did not match up to Tracy's dreams.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
matching | match
ΑγγλικάΕλληνικά
pattern matching n (computing: recognition of repeat elements) (υπολογιστές)αντιπαραβολή προτύπων περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'matching' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: matching [socks, tights], a matching pair of [socks], [am looking for, can never find] a matching pair, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση matching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «matching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!