would

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations strong: /ˈwʊd/, weak: /wəd/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/wʊd; unstressed wəd/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(wŏŏd, unstressed wəd; wōld for 'weld')


From the verb will: (⇒ conjugate)
would is: Click the infinitive to see all available inflections
v aux past (Used to convey both past and conditional senses)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: would, will

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
would v aux (in conditional sentences)θα μόριο
 I would buy a car if I had enough money. It would have been nice to see Steve before he left. It would be great to take a holiday, if only I could afford it!
 Θα αγόραζα ένα αμάξι αν είχα αρκετά χρήματα.
would v aux (used to show politeness)θα μόριο
 Would you please pass the salt?
 Θα μου περάσετε το αλάτι σας παρακαλώ;
would v aux (will: in reported speech)θα μόριο
 Yesterday he said that he would go to the library.
 Χθες είπε ότι θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη.
would v aux (repeated action in past) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 We would take walks by the river.
 Πηγαίναμε βόλτες στο ποτάμι.
would v aux (typical of [sb])θα μπορούσε περίφρ
 I'm not surprised; he would fly to another country on a whim.
 Δεν με εκπλήσσει. Θα μπορούσε να πετάξει σε άλλη χώρα από καπρίτσιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
will v aux (future: prediction or schedule)θα μόριο
 I will cook dinner tomorrow.
 Her birthday will be on a Sunday next year.
 Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. // Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Κυριακή.
will n (law: testament)διαθήκη ουσ θηλ
 Her father left her the house in his will.
 Ο πατέρας της τής άφησε το σπίτι στη διαθήκη του.
will n (determination)θέληση ουσ θηλ
  βούληση ουσ θηλ
 She accomplished the task through sheer will.
 Το κατάφερε μόνο με την ισχυρή της θέληση.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γάμος έγινε με δική της βούληση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
will n (faculty of conscious decisions)θέληση ουσ θηλ
 The power of the will often exceeds logic.
will n (wish)επιθυμία ουσ θηλ
 She went against her father's will and married the musician.
will n (volition)επιθυμία ουσ θηλ
  (παλαιό)θέλημα ουσ ουδ
 The outcome of the election will be decided by the will of the voters.
will n (disposition)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Preceded by a qualifying adjective: good will, ill will, the best will
will v aux (be willing or disposed to)θα μόριο
  είμαι διατεθειμένος να έκδε
 The elderly will sacrifice for their grandchildren if they have to.
 Οι ηλικιωμένοι θα θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.
 Οι ηλικιωμένοι είναι διατεθιμένοι να θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.
will v aux (be required or expected to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Χρησιμοποιούμε το «θα» εμφατικά, ή κάποια άλλη λέξη (π.χ. οφείλω)
 You will present yourself to the commanding officer immediately.
 Θα παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.
 Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.
will v aux (may be expected to)θα μόριο
  αναμένεται να έκφρ
 She will not have given up hope, as he was only reported missing this morning.
 Δεν θα έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.
 Δεν αναμένεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.
will v aux (may be supposed to)πρέπει ρ απρ
  μάλλον, πιθανότατα επίρ
 This will be the place, at least if I have understood the directions.
 Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες.
will v aux (be sure to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Most people talk about helping others, but will take good care of themselves first.
 Οι περισσότεροι μιλάνε για βοήθεια προς τους άλλους αλλά πρώτα φροντίζουν τον εαυτό τους.
will v aux (habitual action) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 They will forget to wash at least some of the pots.
 Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες.
will v aux (ability) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 This water butt will hold 220 litres of rainwater.
 The lock will not open.
 Αυτό το βαρέλι χωράει 220 λίτρα βρόχινο νερό. // Η κλειδαριά δεν ανοίγει.
will v aux (be determined to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται ο μέλλοντας του «κάνω»
 "From our very first date I've wanted to marry her, and I will", he thought.
 «Από το πρώτο μας ραντεβού θέλω να την παντρευτώ και θα το κάνω», σκέφτηκε.
will [sb/sth] to do [sth] v expr (try to influence with thoughts)κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης περίφρ
  προσπαθώ να επηρεάσω κπ/κτ με τη σκέψη μου για να κάνει κτ περίφρ
 He willed the plant to survive, but it withered in the drought.
 Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας.
will [sth] vtr literary (wish, want)θέλω ρ μ
  (επίσημο)επιθυμώ ρ μ
  (παλαιό)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 Do what you will! I'm leaving in five minutes.
will [sth] vtr (bring willpower to bear on)θέλω ρ μ
  επιθυμώ, εύχομαι, λαχταρώ ρ μ
 If the runner wills it enough, he could break the record.
 Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.
will [sth] to happen vtr (make happen by wishing)θέλω κτ πολύ για να γίνει έκφρ
  (κατά λέξη)πραγματοποιώ με τη δύναμη της θέλησης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 It doesn't just happen. You need to will it to happen.
will [sth] to [sb] vtr + prep (bequeath) (κάτι σε κάποιον)κληροδοτώ ρ μ
  αφήνω κληρονομιά περίφρ
 She didn't will anything to her family, and left her estate to charity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
would | will
ΑγγλικάΕλληνικά
as luck would have it adv idiom (fortunately)ευτυχώς επίρ
  για καλή μου τύχη έκφρ
 As luck would have it, the bus was late too, so I managed to catch it after all.
as luck would have it adv idiom, ironic (unfortunately)δυστυχώς επίρ
  για κακή μου τύχη έκφρ
 As luck would have it, the strike started the day I was due to fly out on holiday.
had as lief,
would as lief
v expr
archaic (would prefer to)θα προτιμούσα έκφρ
  καλύτερα να έκφρ
 Marry that varlet? I had as lief marry the ass in yonder meadow.
I would like expr polite (with object: I want)θα ήθελα κτ έκφρ
 I would like the coq au vin, please.
 Θα ήθελα τον κρασάτο κόκκορα, παρακαλώ.
I would like expr polite (I want)θα ήθελα έκφρ
 I would like you to be more involved in the community website.
 Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας.
would make [sb] turn over in his/her/their grave,
would make [sb] turn in his/her/their grave
v expr
figurative (would offend: dead person) (μεταφορικά)κάνω να τρίζουν τα κόκαλα κπ έκφρ
would be pushed to do [sth] v expr informal (have a hard time doing)δυσκολεύομαι να κάνω κτ έκφρ
  είναι δύσκολο να κάνω κτ έκφρ
 You'd be pushed to find a more helpful man than Paul.
who would have thought it?,
who would have thought?
interj
(expressing surprise)ποιος να το 'λεγε; έκφρ
 Wow, that's really interesting – who would've thought?
would as soon,
had as soon,
would sooner,
would just as soon
v aux
(would rather)θα προτιμούσα περίφρ
would like v expr (polite form of want)θα ήθελα ρ μ
 My husband and I would like to thank you for all your help.
would love v expr (used to request or accept [sth])θα ήθελα έκφρ
 I would love a cup of coffee, thank you.
 Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.
would rather,
had rather
v expr
(would prefer)προτιμώ ρ μ
 I would rather you simply told the truth, instead of seeking to excuse yourself.
 Θα προτιμούσα να πεις απλά την αλήθεια από το να ψάχνεις τρόπο να δικαιολογηθείς.
would rather,
had rather
v expr
(would prefer to)προτιμώ ρ μ
 I would rather go out.
 Θα προτιμούσα να βγω έξω.
would rather not,
had rather not
v expr
(prefer not to)προτιμώ να μην περίφρ
 I'd rather not go to Spain again this year for our holidays.
 They would rather not have to make anyone redundant.
would-be adj (wishing, aspiring to be)επίδοξος επίθ
  δυνάμει επίρ
 There are many would-be novelists who never finish a piece of writing.
 Υπάρχουν πολλοί επίδοξοι μυθιστοριογράφοι που ποτέ δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε ένα κείμενο.
 Υπάρχουν πολλοί δυνάμει μυθιστοριογράφοι που ποτέ δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε ένα κείμενο.
would've contraction colloquial, abbreviation (would have)θα ήταν περίφρ
 It would've been nice if you had told me you were going to be late.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'would' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: would [come, go, drive] but, would not [want, know, think, mind], would love to [come, go, eat, speak], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση would στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «would».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!