WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| worthy adj | (person: deserving) | άξιος επίθ |
| | The new CEO is a worthy successor to the man who ran our company so successfully for so many years. |
| | Ο καινούριος διευθύνων σύμβουλος είναι άξιος διάδοχος του ανθρώπου που διοικούσε την επιχείρησή μας τόσο επιτυχημένα επί τόσα χρόνια. |
| worthy adj | (cause: noble) | ευγενής, καλός επίθ |
| | | σημαντικός, σπουδαίος επίθ |
| | | πολύτιμος επίθ |
| | Saving the orangutans from extinction is a worthy cause. |
| | Η διάσωση των ουρακοτάγκων από τον αφανισμό είναι ένας ευγενής σκοπός. |
| worthy adj | (action: valuable) | αξιόλογος, σημαντικός επίθ |
| | | πολύτιμος επίθ |
| | Susan's worthy campaigning saved the village school. |
| | Η σημαντική εκστρατεία της Σούζαν έσωσε το σχολείο του χωριού. |
| worthy adj | (person: respectable) | αξιότιμος, άξιος, αξιόλογος επίθ |
| | Mr Jones is a worthy member of our community. |
| worthy adj | pejorative (well-intentioned but dull) | αξιόλογος επίθ |
| | | σημαντικός επίθ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
worthy, -worthy adj | (deserving [sth]) | που να αξίζει κτ περίφρ |
| | (με γενική) | που είναι άξιο περίφρ |
| Σχόλιο: Used in combination |
| | Let me know if anything gossip-worthy happens in the office while I'm away! |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| worthy n | often humorous (notable person) | σημαντική προσωπικότητα επίθ + ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: