worthy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɜːrði/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwɝði/ ,USA pronunciation: respelling(wûrᵺē)

Inflections of 'worthy' (adj):
worthier
adj comparative
worthiest
adj superlative
Inflections of 'worthy' (n): npl: worthies
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worthy adj (person: deserving)άξιος επίθ
 The new CEO is a worthy successor to the man who ran our company so successfully for so many years.
 Ο καινούριος διευθύνων σύμβουλος είναι άξιος διάδοχος του ανθρώπου που διοικούσε την επιχείρησή μας τόσο επιτυχημένα επί τόσα χρόνια.
worthy adj (cause: noble)ευγενής, καλός επίθ
  σημαντικός, σπουδαίος επίθ
  πολύτιμος επίθ
 Saving the orangutans from extinction is a worthy cause.
 Η διάσωση των ουρακοτάγκων από τον αφανισμό είναι ένας ευγενής σκοπός.
worthy adj (action: valuable)αξιόλογος, σημαντικός επίθ
  πολύτιμος επίθ
 Susan's worthy campaigning saved the village school.
 Η σημαντική εκστρατεία της Σούζαν έσωσε το σχολείο του χωριού.
worthy adj (person: respectable)αξιότιμος, άξιος, αξιόλογος επίθ
 Mr Jones is a worthy member of our community.
worthy adj pejorative (well-intentioned but dull)αξιόλογος επίθ
  σημαντικός επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
worthy,
-worthy
adj
(deserving [sth])που να αξίζει κτ περίφρ
  (με γενική)που είναι άξιο περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
 Let me know if anything gossip-worthy happens in the office while I'm away!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worthy n often humorous (notable person)σημαντική προσωπικότητα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
worthy of [sth/sb] adj + prep (deserving of, good enough to merit)αντάξιος του κπ/κτ επίθ + πρόθ
  που αξίζει κτ/κπ περίφρ
 The parents insisted on meeting their daughter's new boyfriend, to see if he was worthy of her.
 The teacher is hardworking and worthy of her students' respect.
worthy of [sth] adj + prep (the type of thing done by)που είναι του ίδιου επιπέδου με κτ άλλο περίφρ
 Jane's short story was worthy of a master like O. Henry or de Maupassant.
 Το διήγημα της Τζέιν ήταν του ίδιου επιπέδου με τα έργα σπουδαίων συγγραφέων όπως του Ο. Χένρυ και του Μωπασάν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'worthy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a worthy [rival, challenger, contender, competitor], proved himself a worthy [opponent, adversary, successor], the worthy [winner, recipient] of the [prize, award], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση worthy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «worthy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!