Κύριες μεταφράσεις |
stream n | (small river) | ρυάκι ουσ ουδ |
| (εποχιακό) | ρέμα ουσ ουδ |
| (εποχιακός) | χείμαρρος ουσ αρσ |
| A stream flows behind their house. |
| Πίσω απ' το σπίτι τους κυλάει ένα ρυάκι. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Κύπρος δεν έχει ποτάμια, μόνο χειμάρρους. |
a stream of [sth] n | figurative (wave, series) (μεταφορικά) | κύμα ουσ ουδ |
| (συνήθως για κάτι κακό) | χείμαρρος ουσ αρσ |
| There was a stream of good news. |
| Υπήρχε ένα κύμα ευχάριστων ειδήσεων. |
a stream of [sth] n | (flow, uninterrupted series) | ροή, σειρά ουσ θηλ |
| | ρεύμα ουσ αρσ |
| (μτφ: συνήθως κάτι κακό) | χείμαρρος ουσ αρσ |
| Never before had she heard such a stream of obscenities from her son's mouth. |
| Ποτέ ξανά δεν είχε ακούσει τέτοιον χείμαρρο βωμολοχιών από το στόμα του γιου της. |
stream n | figurative (data: real-time audio or video) | streaming ουσ ουδ άκλ |
| (επίσημο) | ροή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | στριμάρισμα ουσ ουδ |
| The audio stream from the web radio station was cut after 20 minutes. |
stream⇒ vi | (flow) | ρέω, τρέχω ρ αμ |
| | κυλάω, κυλώ ρ αμ |
| (υγρό: ορμητική έξοδος) | αναβλύζω ρ αμ |
| Water streamed from the faucet. |
| Από τη βρύση έρεε νερό. |
stream vi | (float in wind) | ανεμίζω ρ αμ |
| Boudicca's long hair streamed behind her as she rode her chariot into battle. |
stream [sth]⇒ vtr | (audio, video: deliver in real time) (μέσω διαδικτύο) | μεταδίδω ζωντανά ρ μ + επίρ |
| | μεταδίδω σε πραγματικό χρόνο έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω streaming ρ μ + ουσ ουδ άκλ |
| | στριμάρω ρ μ |
| I don't have cable, but I can stream football games on my computer. |
stream⇒ vi | (online audio, video: broadcast live) (μέσω διαδικτύου) | μεταδίδομαι ζωντανά ρ αμ + επίρ |
| | μεταδίδομαι σε πραγματικό χρόνο έκφρ |
| | παίζω ζωντανά περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | στριμάρω ρ αμ |
| The video streamed from the website to my computer for 45 minutes. |
stream vi | (audio, video: deliver in real time) | κάνω ζωντανή μετάδοση έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | στριμάρω ρ αμ |
| This vlogger streams from a webcam in his basement. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
stream n | (current flowing steadily) | ρεύμα ουσ ουδ |
| | τρεχούμενο νερό επίθ + ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | ποτάμι ουσ ουδ |
| I knew the faucet was leaking because it sent a stream down the street. |
stream with [sth] vi + prep | (send forth a flow) (μεταφορικά) | τρέχω 0 |
| Her eyes streamed with tears of joy. |
| Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα χαράς. |
stream [sb]⇒ vtr | UK (pupils: divide by ability) | χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες περίφρ |
| | κατατάσσω ανάλογα με το επίπεδο περίφρ |
| They stream the kids for maths at his school. |