WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| streak n | (mark, smear) | γραμμή ουσ θηλ |
| | (μακρόστενο σχήμα, σαν γραμμή) | σημάδι ουσ ουδ |
| | | λεκές ουσ αρσ |
| | | μουντζούρα ουσ θηλ |
| | Ben hadn't done a very good job of cleaning the windows; there were streaks everywhere. |
| | Ο Μπεν δεν είχε καθαρίσει και πολύ καλά τα παράθυρα. Υπήρχαν σημάδια παντού. |
| streak n | (different coloured mark) | γραμμή ουσ θηλ |
| | The cat was black with streaks of white. |
| streak n | (hair: coloured highlight) | ανταύγεια ουσ θηλ |
| | Ellen had blond streaks put in her hair when she went to the hairdresser's. |
| | Η Έλεν έκανε ξανθιές ανταύγειες στα μαλλιά της όταν πήγε στο κομμωτήριο. |
| streak n | (personality trait) | στοιχείο του χαρακτήρα φρ ως ουσ ουδ |
| | (ένα από τα στοιχεία) | πλευρά ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | πρόσωπο ουσ ουδ |
| | Don't get on the wrong side of Neil; he's got a nasty streak. |
| | Μην τα βάζεις με τον Νηλ. Έχει μια κακή πλευρά. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| streak n | (series, run) | σερί ουσ ουδ άκλ |
| | | σειρά, ακολουθία ουσ θηλ |
| | Alison was enjoying a streak of good luck; first she got promoted, then she won a raffle, and then her boyfriend announced he was taking her on a luxury holiday. |
| streak of lightning n | (flash: of lightning) | αστραπή ουσ θηλ |
| | A streak of lightning flashed across the sky. |
| streak⇒ vi | (move quickly in a straight line) | κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | πηγαίνω αστραπή, πηγαίνω βολίδα ρ αμ + επίρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, καθώς ο αγγλικός όρος συνεπάγεται ευθύγραμμη κίνηση. Το ρήμα «κινούμαι» μπορεί να αντικατασταθεί με οποιοδήποτε άλλο ρήμα δηλώνει κίνηση. |
| | The car streaked past. |
| streak vi | (run naked) | τρέχω γυμνός περίφρ |
| | The man streaked across the football ground. |
| streak [sth]⇒ vtr | (cover with streaks) (κατά λέξη) | γεμίζω γραμμές ρ μ |
| Σχόλιο: Στην πράξη αποδίδεται με άλλα ρήματα ή περιφράσεις, πχ «Το τζάμι ήταν γεμάτο νερά λόγω της βροχής και ήταν πολύ δύσκολο να δεις τον κήπο». |
| | Rain streaked the window, and it was difficult to see the garden. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: