skilled

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈskɪld/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/skɪld/ ,USA pronunciation: respelling(skild)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
skilled adj (person: having skills, abilities)επιδέξιος, ικανός επίθ
 Walter is a skilled worker; he shouldn't have any problem doing this.
 Ο Γουόλτερ είναι ένα ικανός εργάτης. Δε θα πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα να το κάνει αυτό.
skilled adj (job: requiring abilities)που απαιτεί ειδικές γνώσεις περίφρ
  (δύσκολος)απαιτητικός επίθ
  (μτφ: λεπτομέρεια)λεπτός επίθ
 This is skilled work and we need somebody properly qualified to carry it out.
 Αυτή είναι μια απαιτητική εργασία και χρειαζόμαστε κάποιον που να έχει τη σωστή κατάρτιση για να την εκτελέσει.
skilled in [sth],
skilled at [sth],
skilled at doing [sth]
adj + prep
(dexterous, practised) (σε κάτι)δεξιοτέχνης ουσ ως επίθ
  πολύ καλός επίρ + επίθ
  (μεταφορικά: σε κάτι)μάστορας, μαστόρισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 My mother is skilled in the crafts of sewing and baking.
 Η μητέρα μου είναι μαστόρισσα στην τέχνη του ραψίματος και του ψησίματος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
low-skilled,
low skilled
adj
(job: menial)χαμηλής ειδίκευσης φρ ως επίθ
  που απαιτεί χαμηλή ειδίκευση περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 Being a hotel receptionist is a low-skilled job.
low-skilled,
low skilled
adj
(worker: menial)χαμηλής ειδίκευσης φρ ως επίθ
  με χαμηλή ειδίκευση περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
semiskilled (US),
semi-skilled (UK)
adj
(worker: with some skills)ημιειδικευμένος μτχ πρκ
 The company is recruiting semiskilled workers.
semiskilled (US),
semi-skilled (UK)
adj
(work: requiring some skills)για ημιειδικευμένους εργαζομένους περίφρ
  για ημιειδικευμένους περίφρ
 There are a lot of semiskilled positions available at the factory.
skilled in prep (good at, adept at)με κλίση σε, ικανός σε έκφρ
 I'm skilled in team building and motivating staff.
skilled labor (US),
skilled labour (UK)
n
(manual work that requires training)εξειδικευμένη εργασία επίθ + ουσ θηλ
  εργασία που απαιτεί εξειδίκευση, εργασία που απαιτεί ειδικές δεξιότητες φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'skilled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a skilled [employee, worker, workforce], skilled [personnel, labor, work, hands], skilled [craftsmen, operators, handlers, technicians], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση skilled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «skilled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!