expert

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɛkspɜːrt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈɛkspɝt; adj. also ɪkˈspɝt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(n., v. ekspûrt; adj. ekspûrt, ik spûrt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expert n (specialist)ειδικός επίθ ως ουσ αρσ/θηλ
  ειδήμονας επίθ ως ουσ αρσ/θηλ
  εμπειρογνώμονας ουσ αρσ/θηλ
  (επίσημο, λόγιος)επαΐων επίθ ως ουσ αρσ/θηλ
 If you want to know about frogs, John's an expert.
 Αν θέλεις να μάθεις για τα βατράχια, ο Τζον είναι ειδικός.
expert on [sth],
expert in [sth]
n
(specialist on: a subject, area) (σε κάτι)ειδικός επίθ ως ουσ αρσ/θηλ
  ειδήμονας επίθ ως ουσ αρσ/θηλ
  (επίσημο)επαΐων επίθ ως ουσ αρσ/θηλ
 Lisa wrote her doctoral thesis on Foucault, so she's an expert on the subject.
 Η Λίζα έγραψε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα τον Φουκώ, οπότε είναι ειδικός στο αντικείμενο.
expert at [sth] n (skilled at doing [sth](σε κάτι)ειδικός επίθ
  πολύ καλός επίρ + επίθ
 I'm an expert at identifying butterflies.
 Είμαι πολύ καλός στο να ταυτοποιώ πεταλούδες.
expert n as adj (person: skilled, knowledgeable)άριστος, εξαιρετικός επίθ
  έμπειρος επίθ
 Frank is an expert swimmer.
 Ο Φρανκ είναι άριστος (or: εξαιρετικός) κολυμβητής.
expert n as adj (of an expert)από ειδικό, από εμπειρογνώμονα περίφρ
  (με επίσημα επιχειρήματα)εμπεριστατωμένος μτχ πρκ
 The police consulted a doctor to get an expert opinion.
 Η αστυνομία συμβουλεύτηκε ένα γιατρό για να πάρει μια εμπεριστατωμένη άποψη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bomb disposal expert n (person who defuses explosives)πυροτεχνουργός ουσ αρσ/θηλ
financial expert n (economist) (οικονομολόγος)οικονομικός ειδήμων ουσ αρσ
 Atkins regularly appears on television as a financial expert.
leading expert n (authority on a subject)αυθεντία ουσ θηλ
 Leading experts predict that Vesuvius could erupt again at any time.
legal expert n (specialist in law)νομομαθής ουσ αρσ
 These sections should be reviewed by a legal expert prior to publication.
technical expert n (skilled specialist)τεχνικός ουσ αρσ
wine expert n (specialist or connoisseur of wines)ειδικός στο κρασί περίφρ
  (επαγγελματίας)οινολόγος ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'expert' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [medical, finance, business, computer, weapons] expert, an expert in [medicine], an expert on [mammals, small motors], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση expert στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «expert».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!