• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: skimping, skimp

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
skimping n (health insurance: denying services) (προγράμματα ασφάλειας υγείας)άρνηση παροχής υπηρεσιών, μη έγκριση παροχής υπηρεσιών περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
skimp vi (be stingy)τσιγκουνεύομαι ρ αμ
  (επίσημο)φείδομαι ρ αμ
 Don't ask Tina to buy the food; she always skimps.
skimp on [sth] vi + prep (be frugal, stingy with) (σε κάτι)κάνω οικονομία ρ έκφρ
  είμαι φειδωλός ρ έκφρ
  φείδομαι ρ αμ
  (μτφ, καθομ: κάτι, από κάτι)κόβω ρ αμ
 Many old people skimp on food in order to enable them to pay the bills.
skimp vi (use poor resources) (σε υλικά κλπ)κάνω οικονομία περίφρ
  τσιγκουνεύομαι ρ αμ
 Come on, get the good-quality wine. Don't skimp!
skimp on [sth] vi + prep (use poor resources) (σε κάτι)κάνω οικονομία περίφρ
  (κάτι)τσιγκουνεύομαι ρ μ
  (σε κάτι)τσιγκουνεύομαι ρ αμ
 Darcy really skimped on the party supplies; she used flimsy paper plates and the wine glasses are plastic!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση skimping στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «skimping».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!