• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
skillful (US),
skilful (UK)
adj
(person: with skills)επιδέξιος, ικανός επίθ
 Elizabeth is very skillful; I'm sure she'll be able to handle this job.
skillful (US),
skilful (UK)
adj
(showing skill)περίτεχνος επίθ
 This cabinet is beautifully made; it's a very skilful piece of work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'skillful' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is a skillful [worker, craftsman, sculptor], a skillful [player, midfielder, quarterback], is [very, extremely, remarkably] skillful, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση skillful στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «skillful».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!