adept

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈdɛpt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/adj. əˈdɛpt; n. ˈædɛpt, əˈdɛpt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(adj. ə dept; n. adept, ə dept)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adept at doing [sth] adj (skilled)επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός επίθ
  ικανός, άξιος επίθ
 She's very adept at helping people develop their strengths.
adept n (expert) (με γνώσεις και εμπειρία)ειδικός επίθ ως ουσ
  (καθομιλουμένη)εξπέρ ουσ αρσ άκλ
  αυθεντία ουσ θηλ
 He's an internationally known adept at bridge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'adept' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adept στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adept».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!