proficient

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/prəˈfɪʃənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/prəˈfɪʃənt/ ,USA pronunciation: respelling(prə fishənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
proficient adj (skilled)ικανός επίθ
  επιδέξιος επίθ
  (καθομιλουμένη)ταλαντούχος επίθ
 She is a highly proficient lawyer.
 Είναι εξαιρετικά ικανή δικηγόρος.
proficient in [sth] adj + prep (skilled in [sth])καλός σε κτ, ταλαντούχος σε κτ επίθ + πρόθ
  ικανός σε κτ επίθ + πρόθ
 He was proficient in a wide range of practical skills.
proficient in [sth] adj + prep (language: speaking well)που μιλάει κτ με ευχέρεια, που μιλάει κτ καλά περίφρ
  (επίσημο: μιας γλώσσας)που έχει άριστη γνώση περίφρ
 She is proficient in French and German and has some knowledge of Japanese.
 Έχει άριστη γνώση της γαλλικής και της γερμανικής και ξέρει λίγα ιαπωνικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: is proficient at [math, swimming], proficient in [Spanish], proficient in [computing, statistics, programming], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση proficient στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «proficient».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!