WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις | 
| proficient adj | (skilled) | ικανός επίθ | 
|  |  | επιδέξιος επίθ | 
|  | (καθομιλουμένη) | ταλαντούχος επίθ | 
|  | She is a highly proficient lawyer. | 
|  | Είναι εξαιρετικά ικανή δικηγόρος. | 
| proficient in [sth] adj + prep | (skilled in [sth]) | καλός σε κτ, ταλαντούχος σε κτ επίθ + πρόθ | 
|  |  | ικανός σε κτ επίθ + πρόθ | 
|  | He was proficient in a wide range of practical skills. | 
| proficient in [sth] adj + prep | (language: speaking well) | που μιλάει κτ με ευχέρεια, που μιλάει κτ καλά περίφρ | 
|  | (επίσημο: μιας γλώσσας) | που έχει άριστη γνώση περίφρ | 
|  | She is proficient in French and German and has some knowledge of Japanese. | 
|  | Έχει άριστη γνώση της γαλλικής και της γερμανικής και ξέρει λίγα ιαπωνικά. |