competent

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɒmpɪtənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkɑmpɪtənt/ ,USA pronunciation: respelling(kompi tənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
competent adj (finished job: adequate)ικανοποιητικός επίθ
  επαρκής, αρκετός επίθ
 The work was competent, considering it was so cheap.
 Η δουλειά ήταν ικανοποιητική αν αναλογιστεί κανείς το πόσο φτηνή ήταν.
competent adj (person: capable, able) (άνθρωπος)ικανός, άξιος επίθ
 She's a very competent teacher and popular with her students.
 Είναι μια πολύ ικανή δασκάλα και εξαιρετικά δημοφιλής με τους μαθητές της.
competent adj (person: skilled enough)ικανός, άξιος επίθ
 Do you think you're competent to run a shop this size?
 Πιστεύεις πως είσαι ικανός να διευθύνεις ένα κατάστημα αυτού του μεγέθους;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'competent' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a competent [lawyer, attorney, doctor], the [lawyer] is not very competent, I need a competent [lawyer] to, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση competent στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «competent».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!