WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| scheduled adj | (in itinerary, on calendar: planned) (δρομολόγιο) | προγραμματισμένος μτχ πρκ |
| | We have a scheduled stop of half an hour for lunch. |
| | ΄Εχουμε μια προγραμματισμένη παύση μισής ώρας για μεσημεριανό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| schedule n | (timetable) | πρόγραμμα ουσ ουδ |
| | (χρονικός προγραμματισμός) | χρονοδιάγραμμα ουσ ουδ |
| | (μέσα μαζικής μεταφοράς) | δρομολόγιο ουσ ουδ |
| | The train schedule is available on the railway website. |
| | Τα δρομολόγια των τρένων υπάρχουν στην ιστοσελίδα της σιδηροδρομικής εταιρείας. |
| schedule n | (programme) | πρόγραμμα ουσ ουδ |
| | The course is listed in the schedule of classes. |
| | Το σεμινάριο έχει συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα μαθημάτων. |
| schedule [sth]⇒ vtr | (make an appointment) | προγραμματίζω ρ μ |
| | | κανονίζω ρ μ |
| | Would you like to schedule an appointment? |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ας προγραμματίσουμε από τώρα την επόμενη συνάντησή μας. |
| | Θα θέλατε να κανονίσουμε ένα ραντεβού; |
| schedule [sth] vtr | (set a timetable) | προγραμματίζω ρ μ |
| | | φτιάχνω πρόγραμμα, φτιάχνω χρονοδιάγραμμα περίφρ |
| | The director scheduled the events throughout the day. |
| | Ο επικεφαλής προγραμμάτισε τις εκδηλώσεις για όλη τη διάρκεια της μέρας. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| schedule n | (plan) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | | πρόγραμμα, πλάνο ουσ ουδ |
| | (χρονικός προγραμματισμός) | χρονοδιάγραμμα ουσ ουδ |
| | Everything is going according to schedule. |
| schedule n | (list) | λίστα ουσ θηλ |
| | | κατάλογος ουσ αρσ |
| | The insurance company has a schedule of acceptable medications. |
| schedule n | US (tax form) | έντυπο ουσ ουδ |
| | | φόρμα ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | I filed a Schedule A with my tax return to show expenses. |
| schedule n | (law: supplement with details) | παράρτημα ουσ ουδ |
| | This contract includes the following schedules. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: