• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: listed, list

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
listed adj (company: shares are quoted publicly)εισηγμένος στο χρηματιστήριο φρ ως επίθ
 This listed company has performed well over the last year and is paying out record dividends to its shareholders.
listed adj (phone number)που υπάρχει στον τηλεφωνικό κατάλογο περίφρ
 If you have a listed phone number, you may be plagued by scam calls.
listed adj UK (building, structure)διατηρητέος επίθ
 If a building is listed, you may need official permission to have work done on it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
list n (written series of items)λίστα ουσ θηλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 I have a list of twenty things I need to buy.
 Έχω μια λίστα με είκοσι πράγματα που πρέπει να αγοράσω.
list [sth] vtr (enumerate: tasks, items, etc.)απαριθμώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω λίστα με έκφρ
 The speaker listed his ideas.
 Ο ομιλητής απαρίθμησε τις ιδέες του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έκανα μια λίστα με όλες τις δουλειές που έχω να κάνω μέχρι αύριο.
list [sth] vtr (enter on a list) (καθομιλουμένη)γράφω ρ μ
  προσθέτω, εισάγω ρ μ
  (επίσημο)καταγράφω ρ μ
  (κατά λέξη)γράφω στη λίστα περίφρ
 She listed milk and cheese on the paper.
 Έγραψε (or: Προσέθεσε) το γάλα και το τυρί στο χαρτί.
list [sth] vtr (record a stock on an exchange)εισάγω ρ μ
 The New York Stock Exchange listed the new company in March.
 Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εισήγαγε τη νέα εταιρεία τον Μάρτιο.
list [sth] for [sth] vtr + prep (property: offer at a price)πουλάω κάτι με τιμή... περίφρ
  (το προς πώληση είδος)πωλούμαι στην τιμή των... περίφρ
  διατίθεμαι στη τιμή των... περίφρ
 The real estate agent listed the house for $150,000.
 Ο μεσίτης πωλούσε το σπίτι στην τιμή των $150.000.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
list n (finance: listed stocks) (κατά λέξη)λίστα εισηγμένων μετοχών περίφρ
  λίστα ουσ θηλ
  πίνακας, κατάλογος ουσ αρσ
 The list was growing day by day as the economy boomed.
 Η λίστα των εισηγμένων μετοχών αυξανόταν μέρα με τη μέρα καθώς η οικονομία άνθιζε.
list n (price list)κατάλογος, τιμοκατάλογος ουσ αρσ
 Can I see the price list?
 Μπορώ να δω τον κατάλογο (or: τιμοκατάλογο);
list n (undiscounted price)τιμή καταλόγου φρ ως ουσ θηλ
 List for this coffee maker is fifty dollars.
 This coffee maker is fifty dollars on the list.
 Η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας είναι πενήντα δολάρια.
list n (tilting or leaning to one side)κλίση ουσ θηλ
 The list on the pathway made walking difficult when it was icy.
 The list of the boat made walking on deck difficult.
 Η κλίση του μονοπατιού έκανε δύσκολο το περπάτημα όταν είχε πάγο. // Η κλίση του σκάφους έκανε δύσκολο το περπάτημα στο κατάστρωμα.
lists n historical (tournament arena)αρένα ουσ θηλ
Σχόλιο: Used with a singular or plural verb
 Trumpets sounded as the jousters entered the lists.
lists n historical (tournament arena barriers)διαχωριστικά ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Used with a singular or plural verb
lists n historical (any place of combat)αρένα ουσ θηλ
  χώρος μάχης φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: Used with a singular or plural verb
 The bullfight took place in a lists.
list n as adj (undiscounted price)καταλόγου ουσ ως επίθ
 What is the list price on this coffee maker?
 Ποια είναι η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας;
list,
list for
vi
(property: on offer) (ενοίκιο ή πώληση)διατίθεμαι ρ αμ
 The house lists for a hundred and ninety thousand dollars.
 Το σπίτι διατίθεται προς 190.000 δολάρια.
list vi (ship: tilt, lean to the side)γέρνω ρ αμ
  (επίσημο)κλίνω ρ αμ
 You could see the ship list to starboard after it hit the iceberg.
 Μπορούσες να δεις το πλοίο να γέρνει (or: κλίνει) προς τα δεξιά αφού χτύπησε το παγόβουνο.
list [sth] vtr (make a list)κάνω μια λίστα με κτ έκφρ
  (επίσημο)καταγράφω ρ μ
 List the items that you want me to buy.
 Κάνε μια λίστα με τα πράγματα που θέλεις να σου αγοράσω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
list | listed
ΑγγλικάΕλληνικά
bucket list n slang (things you wish to do before dying)επιθυμίες ουσ θηλ πλ
  στόχοι ουσ αρσ πλ
  τα πράγματα που θέλω να κάνω στη ζωή μου περίφρ
  τα πράγματα που θέλω να κάνω πριν πεθάνω περίφρ
 Swimming with dolphins is on Susan's bucket list.
 Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι μία από τις επιθυμίες της Σούζαν.
 Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένας από τους στόχους της Σούζαν.
 Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει στη ζωή της η Σούζαν.
 Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει η Σούζαν πριν πεθάνει.
calling list n (telemarketing)λίστα τηλεφώνων περίφρ
  λίστα τηλεφωνικών αριθμών περίφρ
 Joanne asked the telemarketing company to take her off their calling list.
class list n (school: register of names)κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξης περίφρ
  (καθομιλουμένη)κατάλογος ουσ αρσ
 The teacher read out the class list at the beginning of the lesson.
Dean's Honor List,
Dean's list
n
US (roll call of academic distinction)λίστα διακριθέντων φοιτητών περίφρ
  (όχι στην Ελλάδα)κατάλογος κοσμήτορα περίφρ
 The Dean's Honor List recognizes students who have demonstrated academic excellence in a semester.
dean's list (honor roll)λίστα αριστούχων φοιτητών φρ ως ουσ θηλ
drop-down list n (computing: options list)αναπτυσσόμενη λίστα φρ ως ουσ θηλ
  drop-down list ουσ θηλ άκλ
 You can select accessories from a convenient drop-down list on our web site.
grocery list n (list of food items to be purchased)λίστα για τα ψώνια, λίστα με τα ψώνια περίφρ
  λίστα για το σουπερμάρκετ περίφρ
  (γενικά)λίστα ουσ θηλ
 I made a grocery list of all the food items I needed to buy at the supermarket.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαρία είδε τη λίστα με τα ψώνια και αναρωτήθηκε πώς θα τα κουβαλήσει όλα μόνη της.
 Έφτιαξα μια λίστα με όλα το τρόφιμα που έπρεπε να αγοράσω από το σουπερμάρκετ.
guest list n (names of everyone invited)λίστα καλεσμένων φρ ως ουσ θηλ
 Sorry, you can't come in - your name isn't on the guest list.
hit list n slang (people to be murdered)λίστα υποψήφιων θυμάτων φρ ως ουσ θηλ
  λίστα στόχων προς εξολόθρευση φρ ως ουσ θηλ
  λίστα στόχων φρ ως ουσ θηλ
hit list n figurative, slang (people, actions to eliminate)λίστα στόχων φρ ως ουσ θηλ
  λίστα στόχων προς εξολόθρευση φρ ως ουσ θηλ
  λίστα υποψήφιων θυμάτων
honors list n US (list of top students at school)λίστα αριστούχων μαθητών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The honors list names students who have achieved outstanding academic success at the college.
honors list n US (list of top performers in field)λίστα των κορυφαίων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The golfer made the honors list after winning the US Open Golf Championship.
honours list n UK (annual list of persons given royal awards)λίστα απονομών βασιλικών τιμών έκφρ
 The actor received a knighthood in the Queen's birthday honours list.
jury list n (list of persons eligible for jury duty)κατάλογος υποψηφίων ενόρκων έκφρ
 My name came up again on the jury list so I'll have to do jury duty next month.
laundry list n figurative (lengthy, random list of items)μακρύς κατάλογος επίθ + ουσ αρσ
 The criminal was arrested on a laundry list of charges.
list of n (written series of items)λίστα ουσ θηλ
 Every year, my nephew gives me a list of toys that he would like for Christmas. Can you please give me the list of items I need to buy from the grocery store?
 Κάθε χρόνο, ο ανιψιός μου μού δίνει μια λίστα με παιχνίδια που θα ήθελε για τα Χριστούγεννα. Μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις μια λίστα με τα πράγματα που πρέπει να αγοράσω από το σούπερ μάρκετ;
list price n (undiscounted, advertised cost)τιμή καταλόγου φρ ως ουσ θηλ
  προτεινόμενη τιμή επίθ + ουσ θηλ
 Very few customers pay the list price for a new car.
mailing list n (list of contacts to whom mail is sent)λίστα αποδεκτών αλληλογραφίας έκφρ
 All of my email contacts are on my mailing list.
packing list n (document listing items in a parcel)φορτωτική ουσ θηλ
 Joe checked the contents of the parcel against the packing list.
passenger list n (register of all travellers on board)λίστα επιβατών ουσ θηλ
 According to the airline, that guy isn't even on the passenger list.
price list n (itemized listing of product prices)τιμοκατάλογος ουσ αρσ
  λίστα τιμών ουσ θηλ
 The price list shows how much the company charges for different services.
punch list,
punchlist
n
(to-do list, series of tasks to be done)λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντων φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πράγματα που έχω να κάνω περίφρ
 My punch list for the weekend includes washing my car and cleaning my bedroom.
punch list,
punchlist
n
(construction: tasks)λίστα εκκρεμοτήτων φρ ως ουσ θηλ
  εκκρεμότητες ουσ θηλ πλ
 The punch list includes various minor repairs which need to be done.
ranking list n (of people, companies, etc.)λίστα κατάταξης φρ ως ουσ θηλ
  πίνακας κατάταξης φρ ως ουσ αρσ
 Every year, the magazine publishes a ranking list of the 50 richest people in the country.
shopping list n (items to be bought)λίστα για τα ψώνια περίφρ
 Denise always makes a shopping list before she goes to the supermarket.
shortlist,
short-list,
short list
n
(list: chosen finalists)λίστα των επικρατέστερων περίφρ
  οι επικρατέστεροι άρθ ορ + επίθ
 The book was on the shortlist for the Booker Prize last year.
 Το βιβλίο ήταν ανάμεσα στα επικρατέστερα για το βραβείο Booker Prize πέρσυ.
short-list,
shortlist
vtr
often passive (choose as finalist)συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους περίφρ
 The author was surprised when her debut novel was shortlisted for a literature award.
sick list n (register of staff who are ill)κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων έκφρ
 The company currently has a long sick list because so many people have got the flu.
stocklist,
stock list
n
(commerce: list of items and prices)τιμοκατάλογος ουσ αρσ
  κατάλογος εμπορευμάτων φρ ως ουσ αρσ
  κατάλογος με τις τιμές φρ ως ουσ αρσ
stocklist,
stock list
n
(finance: list of stocks)κατάλογος μετοχών φρ ως ουσ αρσ
subscription list n (magazine, website: list of recipients)λίστα συνδρομητών ουσ θηλ
 It may be because your name was accidentally erased from our subscription list.
to-do list n (written list of tasks to be done)λίστα με όσα πρέπει να κάνω φρ ως ουσ θηλ
  λίστα με τις εκκρεμότητες φρ ως ουσ θηλ
 Harry is writing a to-do list of all the chores he needs to do around the house.
to-do list n figurative (tasks to be done)αυτά που θέλω να κάνω περίφρ
 I haven't mown the lawn yet, but it's on my to-do list.
waiting list n (register of people waiting for [sth])λίστα αναμονής φρ ως ουσ θηλ
 I've been on the waiting list for a new flat for 15 months.
watch list,
watchlist
n
(people: possibly dangerous)λίστα παρακολούθησης υπόπτων φρ ως ουσ θηλ
  λίστα υπόπτων υπό παρακολούθηση φρ ως ουσ θηλ
watch list,
watchlist
n
(things to be monitored)λίστα παρακολούθησης φρ ως ουσ θηλ
  λίστα επιτήρησης φρ ως ουσ θηλ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)λίστα ουσ θηλ
 The trader keeps a watchlist of possible growth stocks.
white list,
whitelist
n
(list of suitable people)κατάλογος κατάλληλων ατόμων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist
n
(people having security clearance)κατάλογος όσων έχουν άδεια ασφαλείας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist
n
(approved business places)κατάλογος εγκεκριμένων μερών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist
n
US (list of novels etc. for young people)κατάλογος βιβλίων που είναι κατάλληλα για ανήλικους
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση.
white list,
whitelist [sb/sth]
vtr
(put [sb/sth] on a white list)εγκρίνω ρ μ
  επιτρέπω ρ μ
wine list n (menu of wines)λίστα κρασιών φρ ως ουσ θηλ
  κατάλογος κρασιών φρ ως ουσ αρσ
 Jeremy asked the waiter for the wine list.
wishlist,
wish list
n
(list of desired items)λίστα επιθυμιών φρ ως ουσ θηλ
  λίστα με τις επιθυμίες μου περίφρ
  (ηλεκτρονικό κατάστημα)τα αγαπημένα αρθ ορ + ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)wishlist ουσ θηλ άκλ
 I can't afford to buy the book right now, so I've put it on my wishlist.
wishlist,
wish list
n
(things desired)αυτό που θέλω περίφρ
 My wish list for a house is: 3 bedrooms, a large yard and a fireplace.
 Αυτά που θέλω σε σπίτι είναι: 3 κρεβατοκάμαρες, μεγάλος κήπος και τζάκι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'listed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση listed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «listed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!