delayed

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(di lād)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: delayed, delay

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
delayed adj (later than scheduled)που έχει καθυστερήσει, που έχει αργήσει περίφρ
  αργοπορημένος, καθυστερημένος μτχ πρκ
 The delayed train is now expected at 13:22.
 Το τρένο που έχει καθυστερήσει αναμένεται στις 13:22.
 Το αργοπορημένο τρένο αναμένεται στις 13:22.
delayed adj (not immediate)καθυστερημένος μτχ πρκ
  ετεροχρονισμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)αργοπορημένος μτχ πρκ
  με καθυστέρηση περίφρ
 Lucy felt fine after the accident, but suffered from delayed shock a few days later.
 Η Λούση ένιωθε καλά μετά το ατύχημα, αλλά υπέφερε από καθυστερημένο σοκ μερικές μέρες αργότερα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
delay [sb] vtr (cause to be late)καθυστερώ ρ αμ
  καθυστερώ ρ μ
 Sorry, I was delayed by the traffic.
 Συγγνώμη, καθυστέρησα στον δρόμο.
 Συγγνώμη, με καθυστέρησε η κίνηση στον δρόμο.
delay n (action of deferral)αργοπορία, καθυστέρηση ουσ θηλ
  (μέσα μεταφοράς)καθυστέρηση ουσ θηλ
 His delay cost the company thousands of dollars.
 Η αργοπορία (or: καθυστέρησή) του στοίχισε στην εταιρεία χιλιάδες δολάρια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχαμε καθυστέρηση στο αεροδρόμιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
delay n (time delayed)καθυστέρηση ουσ θηλ
 The TV programs are on a 15-minute delay.
delay vi (procrastinate)αναβάλλω ρ μ
  κωλυσιεργώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)χρονοτριβώ ρ αμ
 He kept delaying and would never give us the documents.
delay vi (dawdle, linger)καθυστερώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)χασομερώ ρ αμ
  (μεταφορικά)χαζεύω ρ αμ
 Stop delaying! We need to get home.
delay [sth] vtr (postpone)αναβάλλω ρ μ
  (καθομιλουμένη)καθυστερώ ρ μ
  (καθομ: μια υποχρέωση, δουλειά)τρενάρω ρ μ
 They decided to delay the wedding for a year.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
delayed | delay
ΑγγλικάΕλληνικά
delayed reaction n (response after an interval)καθυστερημένη αντίδραση ουσ θηλ
 The patient experienced a delayed reaction to the drug.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'delayed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a delayed [flight, train, bus, service], a delayed [answer, response], delayed acceptance [to, of], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση delayed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «delayed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!