scented

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɛntɪd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: scented, scent

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scented adj (perfumed)αρωματικός επίθ
  με άρωμα περίφρ
  αρωματισμένος μτχ πρκ
 The shop reeked of scented candles.
-scented adj suffix (smelling of [sth])με άρωμα περίφρ
  αρωματισμένος με περίφρ
 She uses rose-scented notepaper.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scent n (pleasant smell)άρωμα ουσ ουδ
  (λόγιος)ευωδιά, ευωδία ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)μοσχοβολιά ουσ θηλ
  ευχάριστη μυρωδιά, ευχάριστη οσμή επίθ + ουσ θηλ
 Wendy loves the scent of freshly baked bread.
 Η Γουέντι λατρεύει τη μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.
scent n (animal's smell)μυρωδιά ουσ θηλ
  οσμή ουσ θηλ
 The hounds picked up the fox's scent.
 Τα κυνηγόσκυλα εντόπισαν τη μυρωδιά της αλεπούς.
scent n figurative (trail)ίχνη ουσ ουδ πλ
 The police are now on the scent of the escaped prisoner.
 Η αστυνομία βρίσκεται τώρα στα ίχνη του δραπέτη.
scent n (perfume)άρωμα ουσ ουδ
  (λιγότερο έντονη μυρωδιά)κολόνια ουσ θηλ
 Petra applied scent to her wrists and neck before going out.
 Πριν βγει, η Πέτρα έβαλε άρωμα στους καρπούς και στο λαιμό της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scent [sth] vtr (track [sth] by smell)ακολουθώ τη μυρωδιά του κτ έκφρ
  μυρίζω τα ίχνη του κτ έκφρ
 The lioness scented her prey.
scent [sth] vtr figurative (sense, detect [sth](ανεπίσημο: κτ ή ότι/πως)μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι ρ μ
 Mark saw one of the two men secretly give money to the other, and scented something shady going on.
scent [sth] vtr (make [sth] fragrant)αρωματίζω ρ μ
  (κάτι από ένα άρωμα)ευωδιάζω, μοσχοβολάω, μοσχοβολώ ρ αμ
 The smell of freshly baked bread scented the room.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
scented | scent
ΑγγλικάΕλληνικά
scented candle n (wax candle that is perfumed)αρωματικό κερί επίθ + ουσ ουδ
sweet-scented adj (having a pleasant smell)με ευχάριστο άρωμα περίφρ
  με γλυκιά μυρωδιά περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'scented' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Σε λίστες: Soap, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scented στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scented».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!