scenic

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsiːnɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsinɪk/ ,USA pronunciation: respelling(sēnik, senik)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scenic adj (view, route: picturesque) (θέα κτλ.)γραφικός επίθ
 The scenic route took us through the mountains.
 Η γραφική διαδρομή που ακολουθήσαμε πέρναγε μέσα από τα βουνά.
scenic adj (theatre: relating to scenery)σκηνικός επίθ
  των σκηνικών περίφρ
 He's won awards for scenic design in the past.
 Έχει κερδίσει βραβεία για την κατασκευή σκηνικών στο παρελθόν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
scenic view n (picturesque landscape)γραφική θέα ουσ θηλ
 There's a magnificent scenic view from the top of the mountain.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'scenic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scenic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scenic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!