ruling

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈruːlɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈrulɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(ro̅o̅ling)

From the verb rule: (⇒ conjugate)
ruling is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: ruling, rule

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ruling n (law: by judge)απόφαση ουσ θηλ
 The defendant did not agree with the judge's ruling.
ruling adj (in control of [sth])κυβερνών μτχ ενεστ
 Conflicts within the ruling coalition threaten to bring down the government.
 Οι διαμάχες που έχουν ξεσπάση στον κυβερνώντα συνασπισμό απειλούν να ρίξουν την κυβέρνηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rule n (law: regulation) (νόμος)κανονισμός ουσ αρσ
 There is a rule against playing music here.
 Υπάρχει κανονισμός που απαγορεύει να παίζετε μουσική εδώ.
rule n uncountable (law: judicial ruling)απόφαση ουσ θηλ
 By court rule, the government must release the information.
rule n uncountable (law: government, control)διακυβέρνηση ουσ θηλ
 Government rule must be fair.
rule n (mathematical law)κανόνας ουσ αρσ
 There is a rule that governs negative numbers.
 Υπάρχει ένας κανόνας που ισχύει για τους αρνητικούς αριθμούς.
rule [sth] vtr (govern, as a sovereign)κυβερνώ ρ μ
 Catherine ruled Russia.
 Η Αικατερίνη κυβέρνησε τη Ρωσία.
rule [sth] vtr (maintain discipline over)κυβερνώ ρ μ
 The king ruled the provinces with an iron fist.
 Ο βασιλιάς κυβερνούσε στις επαρχίες με σιδερένια πυγμή.
rule vi (make a decree)βγάζω ετυμηγορία ρ μ + ουσ θηλ
  αποφαίνομαι ρ αμ
 The court is about to rule.
 Το δικαστήριο είναι έτοιμο να βγάλει ετυμηγορία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rule n (ruler)χάρακας ουσ αρσ
  (παλαιό, σπάνιο)υποδεκάμετρο ουσ ουδ
 Geometry students must have rules so that they can take measurements.
rule n (thin line on paper)διαγράμμιση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)γραμμές ουσ θηλ πλ
 Duane picked a paper with a very fine rule.
rule vi (govern, as a sovereign)κυβερνώ ρ αμ
  (βασιλιάς, μονάρχης)βασιλεύω ρ αμ
 Presidents need a mandate to rule.
rule vi figurative, informal (be the best) (καθομιλουμένη)είμαι σούπερ έκφρ
  (καθομιλουμένη)σκίζω ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά)τα σπάω έκφρ
 Ms Hayes rules! She is the best math teacher ever.
rule [sb] vtr (control, influence)ελέγχω ρ μ
 The manager ruled his employees' behaviour.
rule [sth],
rule that
vtr
(decree)διατάζω, προστάζω ρ μ
  δίνω εντολή περίφρ
  διατάσσω ρ μ
 The queen ruled that everyone must bow to her.
rule [sth] vtr (make a line on paper) (το χαρτί)διαγραμμίζω ρ μ
  κάνω διαγράμμιση σε κτ περίφρ
  (τις γραμμές)σχεδιάζω, κάνω, τραβάω ρ μ
 You can use a ruler to help you rule lines on a piece of paper.
rule [sth] vtr (print guiding lines on paper)διαγραμμίζω ρ μ
 The printer ruled the paper.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
rule | ruling
ΑγγλικάΕλληνικά
rule [sb/sth] off vtr phrasal sep (disqualify [sb/sth] from contest)αποκλείω ρ μ
  ακυρώνω ρ μ
rule [sth] out,
rule out [sth]
vtr phrasal sep
(eliminate, exclude)αποκλείω ρ μ
 The police ruled out the obvious suspect because he had an alibi for the time of the murder.
 Police have ruled out robbery as a motive for the attack.
 Η αστυνομία απέκλεισε τον προφανή ύποπτο επειδή είχε άλλοθι για την ώρα του φόνου. // Η αστυνομία απέκλεισε τη ληστεία ως κίνητρο για την επίθεση.
rule [sth] out,
rule out [sth]
vtr phrasal sep
(make impossible)αποκλείεται ρ απρ
 It hadn't yet snowed, so skiing was ruled out.
 Δεν είχε χιονίσει ακόμα, γι' αυτό αποκλείστηκε η πιθανότητα να κάνουμε σκι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ruling | rule
ΑγγλικάΕλληνικά
landmark ruling n (decision that sets legal precedent)θεμελιώδης δικαστική απόφαση περίφρ
  δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο περίφρ
ruling body n (authority, group in charge) (υπηρεσία)διοικητική αρχή επίθ + ουσ θηλ
  διοικούσα αρχή περίφρ
  (νομοθετική, εκτελεστική)σώμα εξουσίας φρ ως ουσ ουδ
 The university's ruling body decided to ban smoking in all student lounges.
ruling class n (social group in power)κυρίαρχη τάξη ουσ θηλ
ruling power n (government, authority)κυβερνώσα δύναμη ουσ θηλ
  κρατούσα εξουσία περίφρ
  ηγεσία, εξουσία ουσ θηλ
 The ruling power in ancient Rome was called the Senate.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ruling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [court, legal, government, committee] ruling, a [harsh, lenient, strict, landmark] ruling, [a UN, an EU, a WTO] ruling, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ruling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ruling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!