WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
reject [sb/sth]⇒ vtr | (refuse) | απορρίπτω ρ μ |
| The consulting firm rejected most applicants, accepting only the elite. |
| Η συμβουλευτική εταιρεία απέρριψε τους περισσότερους υποψηφίους και πήρε μόνο τους κορυφαίους. |
reject [sth/sb]⇒ vtr | (not consider acceptable) | απορρίπτω ρ μ |
| The union has rejected the government's offer of a 1% pay rise. |
| Το σωματείο απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών κατά 1%. |
reject [sth]⇒ vtr | (not believe) | απορρίπτω ρ μ |
| | δεν αποδέχομαι περίφρ |
| After six hours of deliberation, the jury rejected his version of events and found him guilty. |
| Μετά από έξι ώρες διαβούλευσης, οι ένορκοι απέρριψαν την εκδοχή του για τα γεγονότα και τον έκριναν ένοχο. |
reject [sth] vtr | (rebuff) | απορρίπτω ρ μ |
| | αποκρούω ρ μ |
| She rejects the young man's advances. |
| Απορρίπτει το φλερτ του νεαρού άνδρα. |
reject [sb]⇒ vtr | (lover: spurn) | απορρίπτω ρ μ |
| He was plunged into depression after she rejected him. |
| Έπεσε σε κατάθλιψη αφότου εκείνη τον απέρριψε. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
reject n | ([sth] refused) (υλικό που πετιέται) | απορρίματα ουσ ουδ πλ |
| The factory has only 3% rejects. |
reject n | figurative ([sb] rejected) | που έχει απορριφθεί περίφρ |
| | απορριφθείς μτχ ενεστ |
| (από την κοινωνία) | απόβλητος, περιθωριακός επίθ |
| The support group helps the rejects of society. |
reject [sth]⇒ vtr | (biology: fail to assimilate) | αποβάλλω ρ μ |
| | απορρίπτω ρ μ |
| The patient's body rejected the new heart. |