reject

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations verb: /rɪˈdʒɛkt/, noun: /ˈriːdʒɛkt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/v. rɪˈdʒɛkt; n. ˈridʒɛkt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v. ri jekt; n.jekt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reject [sb/sth] vtr (refuse)απορρίπτω ρ μ
 The consulting firm rejected most applicants, accepting only the elite.
 Η συμβουλευτική εταιρεία απέρριψε τους περισσότερους υποψηφίους και πήρε μόνο τους κορυφαίους.
reject [sth/sb] vtr (not consider acceptable)απορρίπτω ρ μ
 The union has rejected the government's offer of a 1% pay rise.
 Το σωματείο απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών κατά 1%.
reject [sth] vtr (not believe)απορρίπτω ρ μ
  δεν αποδέχομαι περίφρ
 After six hours of deliberation, the jury rejected his version of events and found him guilty.
 Μετά από έξι ώρες διαβούλευσης, οι ένορκοι απέρριψαν την εκδοχή του για τα γεγονότα και τον έκριναν ένοχο.
reject [sth] vtr (rebuff)απορρίπτω ρ μ
  αποκρούω ρ μ
 She rejects the young man's advances.
 Απορρίπτει το φλερτ του νεαρού άνδρα.
reject [sb] vtr (lover: spurn)απορρίπτω ρ μ
 He was plunged into depression after she rejected him.
 Έπεσε σε κατάθλιψη αφότου εκείνη τον απέρριψε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reject n ([sth] refused) (υλικό που πετιέται)απορρίματα ουσ ουδ πλ
 The factory has only 3% rejects.
reject n figurative ([sb] rejected)που έχει απορριφθεί περίφρ
  απορριφθείς μτχ ενεστ
  (από την κοινωνία)απόβλητος, περιθωριακός επίθ
 The support group helps the rejects of society.
reject [sth] vtr (biology: fail to assimilate)αποβάλλω ρ μ
  απορρίπτω ρ μ
 The patient's body rejected the new heart.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reject' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: reject [the offer, her request], [factory, warehouse, customer, store] rejects, reject [plates, screens, items, washing machines], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reject στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reject».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!