WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
racing n | (sport: car, cycle or horse racing) (άθλημα) | αγώνας ουσ αρσ |
| These horses are bred especially for racing. |
| Αυτά τα άλογα εκτρέφονται ειδικά για αγώνες. |
racing adj | (car: for racing) (αυτοκίνητο) | αγωνιστικός επίθ |
| Several companies want their logos on racing cars. |
| Αρκετές εταιρείες επιθυμούν να εμφανίζεται το λογότυπό τους σε αγωνιστικά αυτοκίνητα. |
racing adj | (driver: of a racing car) (οδηγός) | αγώνων ουσ αρσ πλ |
| Racing drivers have to be in top physical shape. |
| Οι οδηγοί αγώνων πρέπει να είναι σε εξαίρετη φυσική κατάσταση. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
race n | (informal test of speed) | αγώνας ουσ αρσ |
| (για τρέξιμο) | αγώνας τρεξίματος, αγώνας δρόμου φρ ως ουσ αρσ |
| Fred won the race around the park. |
| Ο Φρεντ βγήκε πρώτος στον αγώνα γύρω από το πάρκο. |
race n | (competition of speed) | αγώνας ταχύτητας φρ ως ουσ αρσ |
| (μεμονωμένος αγώνας) | κούρσα ουσ θηλ |
| The Indy 500 is a famous auto race. |
| Το Ίντι 500 είναι ένας πασίγνωστος αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων. |
races npl | (horse races, etc.) | ιπποδρομία ουσ θηλ |
| Tommy likes going to the races. |
| Στον Τόμι αρέσει να πηγαίνει σε ιπποδρομίες. |
race n | (division of living things) (ζώα: καθομιλουμένη) | ράτσα ουσ θηλ |
| (φυτά, ζώα) | ποικιλία ουσ θηλ |
| The saguaro is a race of cactus. |
| Ο σαγκουάρο συνιστά ποικιλία κάκτων. |
race n | (ethnicity) | φυλή ουσ θηλ |
| (συνήθως μειωτικό) | ράτσα ουσ θηλ |
| Race is not a factor in hiring. |
| Η φυλή δεν επηρεάζει τις προσλήψεις. |
race [sth]⇒ vtr | (ride or drive in a race) | τρέχω ρ αμ |
| My nephew races go-karts. |
| Ο ανιψιός μου τρέχει με καρτ. |
race [sth] vtr | (make an animal compete) | κατεβάζω σε αγώνες περίφρ |
| My Uncle Rory trains and races whippets. |
| Ο θείος μου ο Ρόρι προπονεί γουίπετ και τα κατεβάζει σε αγώνες. |
race [sb/sth]⇒ vtr | (compete against) (με κάποιον) | παραβγαίνω ρ αμ |
| | κάνω κόντρα, πάω κόντρα περίφρ |
| | κάνω αγώνα περίφρ |
| The boys raced each other down the hill. |
race⇒ vi | (compete) | παραβγαίνω ρ αμ |
| | παραβγαίνω στο τρέξιμο έκφρ |
| The brothers liked to race. |
| Στα αδέρφια άρεσε να παραβγαίνουν στο τρέξιμο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
race n | (current of water) | ρεύμα ουσ ουδ |
| Nothing could be heard above the river's noisy race. |
race n | (stream) | ροή ουσ θηλ |
| The mill race drives the waterwheel. |
race n | (track for bearings) | υποδοχή ουσ θηλ |
| | θήκη ουσ θηλ |
| The bearings came out of the race. |
race vi | (move fast) | τρέχω ρ αμ |
| (επίσημο: προς κάπου) | σπεύδω ρ αμ |
| Leah raced around the room. |
| The emergency services are racing to the scene of the disaster. |
| Η Λία έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο. |
| Οι σωστικές υπηρεσίες σπεύδουν στον τόπο της τραγωδίας. |
race vi | figurative (operate quickly) (μεταφορικά) | τρέχω ρ αμ |
| | τρέχω με χίλια έκφρ |
| Alan's mind raced as he tried to think of a solution. |
race [sb]⇒ vtr | (try to be faster than) | πάω μια κόντρα έκφρ |
| | παραβγαίνω ρ αμ |
| I'll race you to the corner! |
| Πάμε μια κόντρα μέχρι τη γωνία; |
| Παραβγαίνουμε μέχρι τη γωνία; |
race [sth]⇒ vtr | (make [sth] move fast) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Αποδίδεται περιφραστικά με συνδυασμό ρήματος που δηλώνει κίνηση και επιρρήματος που φανερώνει ταχύτητα. |
| Jeremy raced the stroller down the street. |
| Ο Τζέρεμυ κατέβηκε τον δρόμο σπρώχνοντας γρήγορα το καρότσι. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: