speeding

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈspiːdɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(spēding)

From the verb speed: (⇒ conjugate)
speeding is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: speeding, speed

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
speeding adj (moving fast)που τρέχει περίφρ
  που κινείται με μεγάλη ταχύτητα περίφρ
 No one got a good look at the speeding car because it was moving so fast.
speeding adj (exceeding speed limit)που τρέχει περίφρ
  που κινείται με υπερβολική ταχύτητα περίφρ
 Police chased after the speeding car.
speeding n (crime: driving too fast)υπερβολική ταχύτητα επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά: διαδικασία)τρέχω ρ αμ
 Allison has been pulled over three times by the cops for speeding.
speeding n slang (using amphetamines) (αργκό)σπιντάρισμα ουσ ουδ
  χρήση μεθ φρ ως ουσ θηλ
 Speeding is popular among the youth in the suburbs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
speed n (velocity)ταχύτητα ουσ θηλ
 The racecar moved at great speed.
 Το αγωνιστικό αυτοκίνητο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
speed n (measurement)ταχύτητα ουσ θηλ
  γρήγορα επίρ
 What speed are we going?
 Με τι ταχύτητα πάμε;
 Πόσο γρήγορα πάμε;
speed vi (go fast)τρέχω ρ αμ
 The dog sped down the hill.
 Το σκυλί κατέβηκε το λόφο τρέχοντας.
speed vi (exceed speed limit) (καθομιλουμένη, μτφ)τρέχω ρ αμ
  (κατά λέξη)οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα περίφρ
  (επίσημο)υπερβαίνω το όριο ταχύτητας περίφρ
 Don't speed, or the police will take away your license.
 Μην τρέχεις γιατί αλλιώς θα σου πάρουν το δίπλωμα.
 Μην οδηγείς με υπερβολική ταχύτητα γιατί αλλιώς θα σου πάρουν το δίπλωμα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχετε υπερβεί κατά πολύ το όριο ταχύτητας και θα πρέπει να υποβληθείτε σε αλκοτέστ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
speed n (gear)ταχύτητα ουσ θηλ
 I have a ten-speed bicycle.
speed n slang (drug)speed ουσ ουδ άκλ
  (αργκό)σπιντάκι ουσ ουδ
  πάγος ουσ αρσ
  κρύσταλλο ουσ ουδ
 Speed is an addictive stimulant.
speed vi (drive rapidly) (καθομιλουμένη, μτφ)τρέχω ρ αμ
  (αυξάνω ταχύτητα)επιταχύνω ρ αμ
  οδηγώ γρήγορα, πηγαίνω γρήγορα ρ αμ + επίρ
 You may speed on the straight road, but slow down coming into the turns.
speed vi (hurry)κάνω βιαστικά ρ μ + επίρ
  (καθομ: βιαστικά, πρόχειρα)ξεπετάω ρ μ
  (να κάνω κάτι)βιάζομαι ρ μ
  τρέχω να προλάβω έκφρ
 She waits until the last minute, and then speeds through her work.
 Περιμένει πάντα ως την τελευταία στιγμή και μετά κάνει τη δουλειά της βιαστικά.
 Περιμένει πάντα ως την τελευταία στιγμή και μετά ξεπετάει τη δουλειά της.
 Περιμένει πάντα ως την τελευταία στιγμή και μετά βιάζεται για να τελειώσει τη δουλειά της.
 Περιμένει πάντα ως την τελευταία στιγμή και μετά τρέχει να προλάβει τη δουλειά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
speed | speeding
ΑγγλικάΕλληνικά
speed away vi phrasal (leave very rapidly)φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα έκφρ
 The cops got there just in time to see the robbers speed away in their car.
speed by vi phrasal (pass very rapidly)περνώ με μεγάλη ταχύτητα, περνώ πολύ γρήγορα περίφρ
speed [sth] up vtr phrasal sep informal (cause to move more quickly)πάω πιο γρήγορα περίφρ
  κάνω πιο γρήγορα περίφρ
  επιταχύνω ρ αμ
 Could you please speed it up a bit? There are people waiting behind you.
 Θα μπορούσες σε παρακαλώ να κάνεις λίγο πιο γρήγορα; Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν μετά από εσένα.
speed up vi phrasal (go faster)πάω πιο γρήγορα περίφρ
  κάνω πιο γρήγορα περίφρ
  επιταχύνω ρ αμ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη: προτροπή)κουνήσου ρ αμ
 Speed up, or we'll never get to the church on time.
 Κουνήσου αλλιώς δεν θα φτάσουμε με τίποτα στην ώρα μας στην εκκλησία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
speeding | speed
ΑγγλικάΕλληνικά
speeding fine n (penalty for driving too fast)πρόστιμο λόγω υπερβολικής ταχύτητας φρ ως ουσ ουδ
  πρόστιμο επειδή έτρεχα φρ ως ουσ ουδ
speeding ticket n (notice of traffic violation) (για υπερβολική ταχύτητα)κλήση ουσ θηλ
  πρόστιμο ουσ ουδ
 If I get one more speeding ticket, the state will suspend my license.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'speeding' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση speeding στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «speeding».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!