racist

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈreɪsɪst/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
racist adj (act, speech: discriminatory) (ενέργεια, λόγος)ρατσιστικός επίθ
 She was dismissed for making racist remarks in the cafeteria.
 Απολύθηκε επειδή έκανε ρατσιστικά σχόλια στην καφετέρια.
racist adj (person: racially prejudiced)ρατσιστής ουσ αρσ
  ρατσίστρια ουσ θηλ
 Racist neighbours harassed the new family till they left.
 Οι ρατσιστές γείτονες παρενοχλούσαν τη νέα οικογένεια μέχρι να φύγει.
racist n (racially prejudiced person) (άτομο)ρατσιστής ουσ αρσ
  ρατσίστρια ουσ θηλ
 He seems very nice but I've heard rumours he's a racist.
 Φαίνεται πολύ καλός, αλλά έχω ακούσει φήμες ότι είναι ρατσιστής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
antiracist,
anti-racist
adj
(against racial discrimination)αντιρατσιστικός επίθ
racist attack n (violence motivated by racial prejudice)ρατσιστική επίθεση ουσ θηλ
 Racist attacks have been increasing in recent years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'racist' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση racist στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «racist».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!