Κύριες μεταφράσεις |
pretend⇒ vi | (act as if) | προσποιούμαι, υποκρίνομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | το παίζω έκφρ |
| I was just pretending. I'm not really going to eat your ice cream. |
| Απλά υποκρινόμουνα. Δεν θα φάω πραγματικά το παγωτό σου. |
pretend to do [sth] v expr | (feign) | προσποιούμαι, υποκρίνομαι ρ μ |
| | παριστάνω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω ότι περίφρ |
| (παλαιό, λαϊκό) | καμώνομαι ρ μ |
| Raphaël pretended to eat Audrey's ice cream. |
| Ο Ραφαέλ προσποιήθηκε (or: υποκρίθηκε) ότι έτρωγε το παγωτό της Ώντρεϋ. |
pretend to do [sth] v expr | (playact) | παριστάνω ότι κάνω κτ περίφρ |
| (ως παιχνίδι) | παίζω ρ μ |
| Veronica pretended to feed her dolls cake. |
| Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της. |
pretend to be [sb/sth] v expr | (playact, imagine) | προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ περίφρ |
| | παριστάνω τον κπ/κτ περίφρ |
| (μεταφορικά) | κάνω τον κπ/κτ περίφρ |
| She pretended to be a princess. |
pretend not to do [sth] v expr | (dissimulate) (ότι/πως δεν) | προσποιούμαι, υποκρίνομαι ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω ρ μ |
| (παλαιό) | καμώνομαι ρ μ |
| She pretended not to hear him when he said that he loved her. |
| Προσποιήθηκε (or: Υποκρίθηκε) ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά. |
| Έκανε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι τον αγαπά. |
| Καμώθηκε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά. |
pretend [sth], pretend that [sth]⇒ vtr | (with clause) | παριστάνω ότι/πως ρ αμ |
| | προσποιούμαι ότι/πως ρ αμ |
| Julie pretended everything was OK, but she was struggling. |
pretend adj | (not real) | ψεύτικος επίθ |
| The students used pretend money to practice shopping. |
| Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν ψεύτικα χρήματα για να εξασκηθούν στα ψώνια. |
pretend n | US (playacting) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Μπορεί να αποδοθεί περιφραστικά, πχ «Τα κοριτσάκια έπαιζαν τις κυρίες με τα παλιά ρούχα της μητέρας τους». |
| The girls were playing pretend with their mother's old clothes. |