pretend

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/prɪˈtɛnd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/prɪˈtɛnd/ ,USA pronunciation: respelling(pri tend)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pretend vi (act as if)προσποιούμαι, υποκρίνομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)το παίζω έκφρ
 I was just pretending. I'm not really going to eat your ice cream.
 Απλά υποκρινόμουνα. Δεν θα φάω πραγματικά το παγωτό σου.
pretend to do [sth] v expr (feign)προσποιούμαι, υποκρίνομαι ρ μ
  παριστάνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω ότι περίφρ
  (παλαιό, λαϊκό)καμώνομαι ρ μ
 Raphaël pretended to eat Audrey's ice cream.
 Ο Ραφαέλ προσποιήθηκε (or: υποκρίθηκε) ότι έτρωγε το παγωτό της Ώντρεϋ.
pretend to do [sth] v expr (playact)παριστάνω ότι κάνω κτ περίφρ
  (ως παιχνίδι)παίζω ρ μ
 Veronica pretended to feed her dolls cake.
 Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της.
pretend to be [sb/sth] v expr (playact, imagine)προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ περίφρ
  παριστάνω τον κπ/κτ περίφρ
  (μεταφορικά)κάνω τον κπ/κτ περίφρ
 She pretended to be a princess.
pretend not to do [sth] v expr (dissimulate) (ότι/πως δεν)προσποιούμαι, υποκρίνομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
  (παλαιό)καμώνομαι ρ μ
 She pretended not to hear him when he said that he loved her.
 Προσποιήθηκε (or: Υποκρίθηκε) ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά.
 Έκανε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι τον αγαπά.
 Καμώθηκε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά.
pretend [sth],
pretend that [sth]
vtr
(with clause)παριστάνω ότι/πως ρ αμ
  προσποιούμαι ότι/πως ρ αμ
 Julie pretended everything was OK, but she was struggling.
pretend adj (not real)ψεύτικος επίθ
 The students used pretend money to practice shopping.
 Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν ψεύτικα χρήματα για να εξασκηθούν στα ψώνια.
pretend n US (playacting) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Μπορεί να αποδοθεί περιφραστικά, πχ «Τα κοριτσάκια έπαιζαν τις κυρίες με τα παλιά ρούχα της μητέρας τους».
 The girls were playing pretend with their mother's old clothes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pretend to [sth] vi + prep archaic (claim)διεκδικώ ρ μ
 The young duke pretended to the Throne.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pretend' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: pretend (not) to [care, love, understand, like, notice, know, have], let's play pretend, pretend [diamonds, money], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pretend στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pretend».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!