needed



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: needed, need

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
needed adj (required, necessary)απαιτούμενος μτχ ενεστ
  αναγκαίος, απαραίτητος επίθ
 Nobody had brought the needed information, so the meeting was postponed.
 Δεν έφερε κανείς τις απαιτούμενες (or: απαραίτητες) πληροφορίες και έτσι το μίτινγκ αναβλήθηκε.
needed adj (person: valuable, wanted)απαραίτητος, αναγκαίος επίθ
 What I like about our relationship is that he really makes me feel needed.
 Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
need [sth] vtr (require)χρειάζομαι ρ αμ
 The body needs food at regular intervals.
 Το σώμα χρειάζεται τροφή σε τακτά χρονικά διαστήματα.
need [sth] vtr (lack, want)χρειάζομαι ρ αμ
  έχω ανάγκη από ρ έκφρ
 The homeless shelter needs blankets.
 Το άσυλο των αστέγων χρειάζεται κουβέρτες.
 Το άσυλο των αστέγων έχει ανάγκη από κουβέρτες.
need to do [sth] v expr (find necessary) (να κάνω κάτι)πρέπει ρ απρ
  χρειάζεται ρ απρ
 I need to go to the toilet.
 Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.
need to do [sth] v expr (must) (να κάνω κάτι)πρέπει ρ απρ
  χρειάζεται ρ απρ
 I need to help my parents move.
 Πρέπει να βοηθήσω τους γονείς μου στη μετακόμιση.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.
need do [sth],
need to do [sth]
v expr
(be obliged) (να κάνω κάτι)χρειάζεται, πρέπει ρ απρ
 You need not go to so much trouble for me.
 Δεν χρειάζεται να μπεις σε τόσο κόπο για εμένα.
need doing v expr informal (require)χρειάζομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)θέλω ρ μ
 These pillowcases need washing.
 Αυτές οι μαξιλαροθήκες θέλουν πλύσιμο.
need n (necessity)ανάγκη ουσ θηλ
 A sense of belonging is a basic human need.
 Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη.
need for [sth] n (requirement)ανάγκη για κτ περίφρ
  ανάγκη από κτ περίφρ
 There's a need for clear thinking if we're going to solve this problem.
 There's no need for that kind of language.
 Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουμε ανάγκη από καθαρό μυαλό.
need n (poverty)ανάγκη ουσ θηλ
 Any one of us could one day find ourselves in a position of need.
 Οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε να βρεθεί μια μέρα σε θέση ανάγκης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
need n (difficulty)ανάγκη ουσ θηλ
 Please help us in our hour of need.
 Βοηθήστε μας σε αυτή την ώρα ανάγκης.
needs npl (requirements)ανάγκες ουσ θηλ πλ
 Humans' principal needs are food, water and shelter.
need [sb] vtr (love, desire)χρειάζομαι ρ μ
  έχω ανάγκη ρ έκφρ
 I need you, baby.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
needed | need
ΑγγλικάΕλληνικά
as needed adv (according to what is necessary)όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο έκφρ
Σχόλιο: η ακριβής μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
 Take the pain medication as needed.
do what is needed v expr (take necessary action)κάνω τα απαραίτητα έκφρ
 I know you don't want to put her in a home, but you have got to do what is needed.
much-needed adj (necessary but lacking)αναγκαίος επίθ
  που τον είχαμε πολύ ανάγκη περίφρ
  που τον χρειαζόμασταν περίφρ
  πολυπόθητος επίθ
not needed adj (superfluous)αχρείαστος επίθ
  άχρηστος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'needed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the needed [amount, time], doesn't have the needed [capital, funds], is needed to [make, provide, support], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση needed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «needed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!