shortfall

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈʃɔːrtfɔːl/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(shôrtfôl′)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shortfall n (financial)έλλειμμα ουσ ουδ
 Some parts of the project had to be abandoned, due to a shortfall in the budget.
 Μερικά κομμάτια του πρότζεκτ έπρεπε να εγκαταλειφθούν λόγω ελλείμματος στον προϋπολογισμό.
shortfall n (deficit, less than needed)έλλειμμα ουσ ουδ
  έλλειψη ουσ θηλ
  ανεπάρκεια ουσ θηλ
 A shortfall in recruitment led to the company being understaffed.
 Ένα έλλειμμα στις προσλήψεις είχε ως αποτέλεσμα η εταιρεία να μην έχει επαρκές προσωπικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shortfall' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [cash, funding, money, profit] shortfall, a shortfall in [capital, funding, revenue, income], a [pension, housing, budget, treasury, military] shortfall, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shortfall στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shortfall».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!