| Κύριες μεταφράσεις |
| necessity n | (need for [sth]) | αναγκαιότητα, ανάγκη ουσ θηλ |
| | The military tribunal judged the necessity of the soldier's actions. |
| | Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη. |
| necessity n | ([sth] unavoidable) (για κάτι κακό) | αναγκαίο κακό φρ ως ουσ ουδ |
| | (κάτι που πρέπει να γίνει) | υποχρέωση ουσ θηλ |
| | (κάτι που γίνεται πάντα) | φύση ουσ θηλ |
| | | υποχρεωτικά, αναπόφευκτα επίρ |
| | An object dropped from a height will by necessity fall to the ground. |
| | Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος. |
| necessity n | (emergency requirement) | άμεση ανάγκη επίθ + ουσ θηλ |
| | Amputating the patient's leg was a necessity. |
| | Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη. |
| necessity n | figurative ([sth] useful) (καθομ, μεταφορικά) | ανάγκη, υποχρέωση ουσ θηλ |
| | (κάτι που βοηθάει) | προσόν ουσ ουδ |
| | | απαραίτητος, βασικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός επίθ |
| | Understanding football is a necessity when you live in the US. |
| | Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ. |
| necessity n | ([sth] needed) (απολύτως απαραίτητο) | είδος πρώτης ανάγκης φρ ως ουσ ουδ |
| | | βασικό αγαθό, απαραίτητο αγαθό επίθ + ουσ ουδ |
| | (πράγμα, προϊόν κ.λπ.) | βασικός, απαραίτητος, αναγκαίος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | χρειαζούμενα μτχ πρκ |
| | Karen went down to the store to buy some necessities. |
| | Η Κάρεν πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει κάποια είδη πρώτης ανάγκης. |