• WordReference
  • Definition
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: ned, Ned

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ned n pejorative, regional, informal, UK (type of working-class male)άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
ned n pejorative, regional, informal, UK (petty criminal)μικροαπατεώνας, μικροαπατεώνισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
ned n pejorative, regional, informal, UK (stupid male) (προσβλητικό)βλάκας ουσ αρσ
  (αποδοκιμασίας)στούρνος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Ned n (male name: nickname for Edward)Νεντ ουσ αρσ κύρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ned στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ned».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!