nag

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈnæg/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/næg/ ,USA pronunciation: respelling(nag)

Inflections of 'nag' (v): (⇒ conjugate)
nags
v 3rd person singular
nagging
v pres p
nagged
v past
nagged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
nag vi (be constantly critical)γκρινιάζω ρ αμ
  παραπονιέμαι ρ αμ
  μουρμουρίζω, μουρμουράω ρ αμ
 It can be tiring to live with a partner who always nags.
 Το να ζεις με έναν σύντροφο που γκρινιάζει όλη μέρα μπορεί να γίνει κουραστικό.
nag at [sb] vi + prep (complain, harass)γκρινιάζω σε κπ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πρήζω ρ μ
 Kyle nagged at his mom until she let him go to his friend's house.
 Ο Κάιλ γκρίνιαζε στη μαμά του μέχρι που τον άφησε να πάει στο σπίτι του φίλου του.
nag [sb] vtr (remind constantly) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πρήζω ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)τα πρήζω σε κπ έκφρ
 I can't stand my stepdad; he's always nagging me.
 Δεν αντέχω τον πατριό μου. Πάντα με πρήζει.
nag [sb] about [sth] vtr + prep (remind constantly) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πρήζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  (αργκό, μεταφορικά)τα πρήζω σε κπ για κτ έκφρ
 I wish my parents would stop nagging me about the dangers of smoking.
 Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να με πρήζουν για τους κινδύνους του καπνίσματος.
nag [sb] to do [sth] v expr (remind constantly) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πρήζω κπ να κάνει κτ περίφρ
 Paul nagged his wife to go to the doctor.
 Ο Πωλ έπρηζε τη σύζυγό του να πάει στο γιατρό.
nag [sb] vtr figurative (worry, annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πρήζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ έκφρ
  (μεταφορικά)βασανίζω ρ μ
  ταλαιπωρώ ρ μ
 A feeling is nagging me that I've forgotten to pack something important.
nag at [sb] vi + prep figurative (doubts: worry) (μεταφορικά)βασανίζω, τρώω ρ μ
 A feeling still nags at me that I could have done more to help my friend.
nag n pejorative, informal (person who complains, harasses)γκρινιάρης, γκρινιάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη: που επιμένει)πρήχτης, πρήχτρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Erin was a terrible nag, and her friends were starting to avoid her.
 Η Έριν ήταν απίστευτα γκρινιάρα και οι φίλες της άρχισαν να την αποφεύγουν.
nag n informal (old horse)γέρικο άλογο επίθ + ουσ ουδ
  (αποδοκιμασίας)παλιάλογο ουσ ουδ
 The farmer rode the old nag into town.
 Ο αγρότης οδήγησε το γέρικο άλογο στην πόλη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
nag away at [sb] vi phrasal + prep figurative (doubts: worry)ανησυχώ ρ μ
  τριβελίζω το μυαλό εκφρ
  (μεταφορικά)κτ με τρώει έκφρ
 The knowledge that the car's brakes were damaged nagged away at Mary as she watched them drive away.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'nag' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: don't be such a nag!, is always such a nag!, is married to a nag, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση nag στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «nag».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!