• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: loved, love

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loved adj (cherished)αγαπημένος μτχ πρκ
  που τον αγαπούν περίφρ
  -αγαπημένος επίθημα
 When both of her sons give her flowers for Mother's Day, she felt loved.
 Όταν και οι δύο γιοι της της προσέφεραν λουλούδια για τη γιορτή της μητέρας ένιωσε ότι την αγαπούν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
love n uncountable (affection)αγάπη ουσ θηλ
 Love is perhaps the most important human emotion.
 Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου.
love n uncountable (romantic feelings)αγάπη ουσ θηλ
 You could see her love for him in her eyes.
 Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της.
love [sb] vtr (feel affection for)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 Of course I love my mother.
 Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου.
love [sb] vtr (be fond of)λατρεύω ρ μ
  (αργκό)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 I love Jane. She's always such fun to be with!
 Λατρεύω την Τζέιν. Έχει πολλή πλάκα!
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ!
love [sb] vtr (have romantic feelings for)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 You can tell that she loves her boyfriend by the look on her face.
 Φαίνεται ότι αγαπάει τον σύντροφό της από την έκφραση του προσώπου της.
love [sth] vtr (like strongly)λατρεύω ρ μ
 I love basketball.
 Λατρεύω το μπάσκετ.
love doing [sth],
love to do [sth]
v expr
(activity: enjoy) (να κάνω κάτι)λατρεύω ρ μ
  (σπανιότερο)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 I love jogging in the park when the weather is warm.
 Λατρεύω να τρέχω στο πάρκο όταν ο καιρός είναι ζεστός.
love n (lover)αγάπη ουσ θηλ
  έρωτας ουσ αρσ
 She was my first love.
 Ήταν η πρώτη μου αγάπη.
 Ήταν ο πρώτος μου έρωτας.
love interj informal (affectionate term)αγάπη, αγάπη μου επιφ
  αγαπούλα, αγαπούλα μου επιφ
  λατρεία μου επιφ
  (μόνο ερωτευμένοι)έρωτά μου επιφ
 Can you give me the remote control, please, love?
 Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;
love interj UK, informal (friendly term of address)καλέ μου, καλή μου έκφρ
  γλυκέ μου, γλυκιά μου έκφρ
  αγάπη μου έκφρ
 When I got to the bar, the barman asked me, "What would you like, love?"
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
love n (passion)έρωτας ουσ αρσ
 His love made her feel so good.
 Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία.
love,
loving
n
slang (sexual gratification) (καθομιλουμένη)αγάπες, αγαπούλες ουσ θηλ πλ
 He was in a good mood. His wife probably gave him some love the night before.
 Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ.
love of [sth],
love for [sth]
n
(strong liking) (για κάτι)αγάπη ουσ θηλ
  (ισχυρή αγάπη)λατρεία ουσ θηλ
 His love for basketball was apparent to everybody.
 Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους.
love n (tennis score: zero)μηδέν ουσ ουδ
 The score is now thirty-love.
 Το σκορ είναι τώρα τριάντα-μηδέν.
love n ([sth] loved, interest)αγάπη ουσ θηλ
  (ισχυρή αγάπη)λατρεία ουσ θηλ
 Ballet was her first love.
 Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη.
love vi (have deep affection)αγαπάω, αγαπώ ρ αμ
  έχω αγάπη ρ έκφρ
 She just loves too much.
 Έχει υπερβολικά πολλή αγάπη μέσα της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ.
love [sb] vtr slang (have sex) (καθομ: σε κάποιον)κάνω έρωτα περίφρ
 I want you to love me passionately tonight, baby.
 Θέλω να μου κάνεις παθιασμένο έρωτα σήμερα, μωρό μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
loved | love
ΑγγλικάΕλληνικά
best-loved,
most-loved
adj
(most cherished)πιο αγαπημένος φρ ως επίθ
  πιο δημοφιλής φρ ως επίθ
  πιο αγαπητός φρ ως επίθ
 She is one of the country's best-loved sportswomen.
loved one n often plural (close family member or friend)αγαπημένο πρόσωπο έκφρ
 The loss of a loved one is hard to bear.
loved-up adj UK, slang (high on amphetamines) (αργκό, μεταφορικά)φτιαγμένος μτχ πρκ
  (κατά λέξη)φτιαγμένος με αμφεταμίνες
loved-up adj UK, slang (in love)ερωτευμένος μτχ πρκ
much-loved adj (loved by many people)πολυαγαπημένος επίθ
  αγαπητός επίθ
  ιδιαίτερα αγαπητός επίρ + επίθ
 Uncle Bob was a much-loved member of the family.
our loved ones npl (our friends and family)οι αγαπημένοι ουσ αρσ πλ
 Our loved ones will return from Afghanistan next week.
well-loved adj (liked by many people)αγαπητός, δημοφιλής επίθ
  (επίσημο)προσφιλής επίθ
well-loved adj (used for a long time)πολυχρησιμοποιημένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'loved' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση loved στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «loved».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!