lover

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlʌvər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlʌvɚ/ ,USA pronunciation: respelling(luvər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lover n (enthusiast)λάτρης ουσ αρσ/θηλ
  (μεταφορικά)εραστής ουσ αρσ/θηλ
 The concert was great; everybody there was a jazz lover.
 She is a lover of fine wines.
 Η συναυλία ήταν υπέροχη. Όλοι οι παρευρισκόμενοι ήταν λάτρεις της τζαζ. // Είναι λάτρης του κόκκινου κρασιού.
lover n (extramarital sexual partner)εραστής, ερωμένη ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Veronica had grown bored of her marriage, so she decided to take a lover.
lover n (sexual partner)εραστής, ερωμένη ουσ αρσ
  (συνηθέστερο)σύντροφος ουσ αρσ/θηλ
  (καθομ, μτφ: το άτομο)δεσμός ουσ αρσ
  (καθομ: άκομψο, μειωτικό)γκόμενος, γκόμενα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Her lover didn't want to get married.
 Ο εραστής της δεν ήθελε να παντρευτεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
art lover n ([sb] who appreciates art)φιλότεχνος επίθ ως ουσ
  φιλότεχνος επίθ
 He's a true art lover.
book lover n (bibliophile: [sb] who enjoys reading) (μεταφορικά)βιβλιοφάγος ουσ αρσ
  λάτρης των βιβλίων περίφρ
dog lover n (person who likes dogs)που αγαπάει τα σκυλιά έκφρ
 Amanda has five wonderful huskies and is a true dog lover.
fun lover n informal ([sb] who likes to party)που του αρέσει να διασκεδάζει, που του αρέσει να περνάει καλά περίφρ
  (τραγούδι, χορός, πάρτυ)γλεντζές ουσ αρσ
  (παλαιό)μερακλής, μερακλού ουσ αρσ, ουσ θηλ
homebody,
home-lover,
also UK: homebird
n
informal (domestic person) (μεταφορικά)σπιτόγατος, σπιτόγατα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  άνθρωπος του σπιτιού περίφρ
 Joanne rarely goes out in the evenings; she is more of a homebody.
horse lover n ([sb] who is fond of horses)αυτός που αγαπάει τα άλογα περίφρ
  λάτρης των αλόγων περίφρ
hot lover n informal, figurative (person of great sexual prowess)θερμός εραστής επίθ + ουσ αρσ
  θερμός επίθ
Latin lover n (seductive Latin American man)λατίνος εραστής επίθ + ουσ αρσ
 I'm trying to seduce her using my Latin lover techniques.
love knot,
lover's knot
n
(symbol: intertwined design)κόμπος της αληθινής αγάπης φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: Μετάφραση από τα αγγλικά. Δεν συνηθίζεται στα ελληνικά.
lover boy n informal, humorous (male lover, boyfriend) (σε ερωτική σχέση)αγόρι ουσ ουδ
  (σε ερωτική σχέση)φίλος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)γκόμενος ουσ αρσ
  (παλαιό, χιουμοριστικό)αγαπητικός ουσ αρσ
music lover n ([sb] who enjoys listening to music)λάτρης της μουσικής ουσ αρσ
 To a true music lover, a live performance is the ultimate experience.
theater lover (US),
theatre lover (UK)
n
(person who enjoys going to plays)θεατρόφιλος, θεατρόφιλη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  λάτρης του θεάτρου περίφρ
wine lover n ([sb] who appreciates wine)λάτρης του κρασιού περίφρ
  (λόγιος)οινόφιλος, οινόφιλη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lover' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [young, foreign, new] lover, hey, lover boy!, [took, found] a [young] lover, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lover στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lover».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!