cherished

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃɛrɪʃt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: cherished, cherish

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cherished adj (person: beloved)αγαπημένος, λατρεμένος μτχ πρκ
 Our cherished grandmother departed this life a year ago.
 Η αγαπημένη (or: λατρεμένη) μας γιαγιά έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από έναν χρόνο.
cherished adj (object: held dear)πολύτιμος επίθ
  αγαπημένος μτχ πρκ
 My cherished antique vase got broken when I moved.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cherish [sth] vtr (love: [sth])λατρεύω ρ μ
 Nick cherishes the pocket watch he received from his grandfather.
 Ο Νικ λατρεύει το ρολόι τσέπης που του δώρισε ο παππούς του.
cherish [sb] vtr (love: [sb])λατρεύω ρ μ
  υπεραγαπάω, υπεραγαπώ ρ μ
 The pastor cherishes his wife.
 Ο πάστορας υπεραγαπούσε τη σύζυγό του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cherished' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cherished στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cherished».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!