goal

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgəʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/goʊl/ ,USA pronunciation: respelling(gōl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
goal n (objective, aim)σκοπός, στόχος ουσ αρσ
  επιδίωξη ουσ θηλ
 One of the goals of this site is to help people learn languages.
 Ένας από τους σκοπούς (or: στόχους) αυτής της ιστοσελίδας είναι να βοηθήσει τον κόσμο να μάθει γλώσσες.
 Μία από τις επιδιώξεις αυτής της σελίδας είναι να βοηθήσει τον κόσμο να μάθει γλώσσες.
goal n (sports: score)γκολ ουσ ουδ
  (επίσημο)τέρμα ουσ ουδ
 The home team scored three goals in the match.
 Οι γηπεδούχοι έβαλαν τρία γκολ στον αγώνα.
 Οι γηπεδούχος ομάδα σημείωσε τρία τέρματα στον αγώνα.
goal n (sports: posts and net)τέρμα ουσ ουδ
 After moving the goal into place, they could start playing the game.
 Όταν τοποθέτησαν το τέρμα στη θέση του, ο αγώνας μπορούσε να αρχίσει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
goal n (sports: position)θέση τερματοφύλακα περίφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)τέρμα ουσ ουδ
 There is a new man playing goal.
 Στη θέση του τερματοφύλακα παίζει ένας καινούριος παίκτης.
 New: Ποιος λες να παίξει τέρμα σήμερα;
goal n (destination)στόχος, προορισμός ουσ αρσ
 The climbers continued toward their goal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
career goal n (professional ambition or aim)επαγγελματικός στόχος επίθ + ουσ αρσ
field goal n US (football: three-point goal)γκολ στο αμερικανικό ποδόσφαιρο περίφρ
field goal n (basketball: while ball is in play)καλάθι ουσ ουδ
goal area n (sport: zone surrounding the goal)περιοχή γύρω από τα δοκάρια ουσ θηλ
 The foul was committed in the goal area and resulted in a penalty.
goal kick n (soccer)επαναφορά άουτ φρ ως ουσ θηλ
goal line n (sport: front boundary of a goal)περιοχή γύρω από τα δοκάρια ουσ θηλ
 The referee stood close to the goal line.
goal setting n (identifying targets to be met)καθορισμός στόχων, προσδιορισμός στόχων φρ ως ουσ αρσ
goal-oriented,
goal oriented
adj
US (aimed at achieving [sth])προσηλωμένος στο στόχο μου περίφρ
  (σπάνιο)στοχοπροσηλωμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
goalpost,
goal post
n
(upright bar indicating goal area) (σπορ: τέρμα)δοκάρι ουσ ουδ
  (παλαιό)γκολπόστ ουσ ουδ πλ
 The football player danced under the goalpost.
reach your goal v expr (achieve your aim)πετυχαίνω τους στόχους μου ρ μ
 You'll never reach your goal without a lot of hard work.
 Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'goal' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the first goal of the [game, day], (didn't) cross the goal line, [scored, missed] the winning goal, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση goal στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «goal».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!