aspiration

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌæspɪˈreɪʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌæspəˈreɪʃən/ ,USA pronunciation: respelling(as′pə rāshən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
aspiration n (ambition, aim)στόχος, σκοπός ουσ αρσ
  προσδοκία, βλέψη, επιδίωξη ουσ θηλ
 He said that his primary aspiration was to serve the church.
 Είπε πως πρωταρχικός του στόχος (or: σκοπός) ήταν να υπηρετήσει την εκκλησία.
aspiration n (sthg desired) (κύρια επιδίωξη)όνειρο ουσ ουδ
  φιλοδοξία, βλέψη, προσδοκία ουσ θηλ
 Her aspiration is to be happily married with a family.
 Το όνειρό της είναι να παντρευτεί και ν' αποκτήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια.
aspiration n (inhalation)εισπνοή ουσ θηλ
 This device monitors the strength of the patient's aspiration.
 Το μηχάνημα αυτό ελέγχει τη δύναμη της εισπνοής του ασθενή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
aspiration n (pronunciation with breath sound) (γλωσσολογία, φωνητική)δάσυνση ουσ θηλ
 Different languages have different degrees of aspiration.
aspiration n (drawing in by suction) (ιατρική)αναρρόφηση ουσ θηλ
 Doctors sometimes use aspiration to reduce swelling.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'aspiration' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση aspiration στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «aspiration».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!