WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
milestone n | (marker of distance) | ορόσημο ουσ ουδ |
| The hiker took a break at a milestone on the trail. |
| Ο πεζοπόρος έκανε διάλειμμα σε ένα ορόσημο στη διαδρομή. |
milestone n | figurative (intermediate goal) (μεταφορικά) | σταθμός ουσ αρσ |
| | βήμα ουσ ουδ |
| Getting a new job would be the first milestone in Amy's plan. |
| Μια νέα δουλειά θα ήταν το πρώτο βήμα στο σχέδιο της Έιμι. |
milestone n | figurative (in life) (μεταφορικά) | ορόσημο ουσ ουδ |
| | σημαντικό γεγονός επίθ + ουσ ουδ |
| Ben's wedding was a milestone in his life. |
| Ο γάμος του Μπεν ήταν ένα ορόσημο στη ζωή του. |