WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| equivalent n | ([sth] comparable) | ισοδύναμος επίθ |
| | | αντίστοιχος επίθ |
| | I weigh 127 lbs. What's the equivalent in kilos? |
| | Ζυγίζω 127 λίβρες. Ποιο είναι το ισοδύναμο σε κιλά; |
| | Ζυγίζω 127 λίβρες. Ποιο είναι το αντίστοιχο σε κιλά; |
| equivalent adj | (same, similar) | αντίστοιχος, ανάλογος επίθ |
| | | ισοδύναμος επίθ |
| | Nancy did such a good job of organizing the branch office that she was given a promotion and asked to put an equivalent system in place across all the firm's offices. |
| | Η Νάνσυ έκανε τόσο καλή δουλειά με την οργάνωση του υποκαταστήματος, που πήρε προαγωγή και της ζητήθηκε να θέσει σε εφαρμογή ένα αντίστοιχο σύστημα σε όλα τα γραφεία της εταιρείας. |
| equivalent adj | (of equal value) | ίσος, ίδιος επίθ |
| | | ισοδύναμος επίθ |
| | I spent money on a new car, but my husband gave the equivalent sum to charity. |
| | Ξόδεψα χρήματα για ένα καινούριο αυτοκίνητο, αλλά ο σύζυγός μου έδωσε το ίδιο ποσό σε φιλανθρωπίες. |
| equivalent to [sth] adj + prep | (comparable to) | που αντιστοιχεί σε κτ περίφρ |
| | (με γενική) | αντίστοιχος επίθ |
| | Each sugar cube is equivalent to one teaspoon of sugar. |
| the equivalent of [sth] adj + prep | (same as) | όσο επίρ |
| | | που αντιστοιχεί σε κτ περίφρ |
| | My new car cost the equivalent of a year's salary. |
| | Το καινούριο μου αμάξι κοστίζει όσο οι μισθοί ενός χρόνου. |
| | Το κόστος του καινούριου αμαξιού μου αντιστοιχεί σε μισθούς ενός χρόνου. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: