WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| equity n | (business: value) (επιχείρηση) | ίδια κεφάλαια φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | | καθαρή θέση φρ ως ουσ θηλ |
| | This shareholder holds ten percent of the company's equity. |
| | Αυτός ο μέτοχος κατέχει το δέκα τοις εκατό των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης. |
| equity n | (house: value) | αξία ουσ θηλ |
| | John and Sarah have paid off their mortgage, so they now own one hundred percent of the equity in their house. |
| | Ο Τζόν και η Σάρα αποπλήρωσαν το δάνειό τους και τώρα έχουν το εκατό τοις εκατό της αξίας του σπιτιού τους. |
| equity n | (fairness, justice) | δικαιοσύνη ουσ θηλ |
| | | ισότητα ουσ θηλ |
| | The teacher was strict, but no one could question the equity of the punishments she gave. |
| | Η δασκάλα ήταν αυστηρή, αλλά κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαιοσύνη των τιμωριών που έβαζε. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: