considering

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈsɪdərɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈsɪdərɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(kən sidər ing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: considering, consider

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
considering prep (given)λαμβάνοντας υπόψιν, λαμβάνοντας υπόψη έκφρ
  δεδομένου του έκφρ
 Considering Granddad's age, his recovery from the stroke is remarkable.
 Δεδομένης της ηλικίας του παππού, είναι θαύμα το ότι συνήλθε από το εγκεφαλικό.
considering,
considering that
conj
(given that)δεδομένου ότι, με δεδομένο ότι έκφρ
  εφόσον, αφού σύνδ
 Considering that you've decided to go, I'll come too.
 Αφού αποφάσισες να πας, θα έρθω κι εγώ.
considering adv (under the circumstances)δεδομένων των συνθηκών, με τις δεδομένες συνθήκες, με αυτά τα δεδομένα φρ ως επίρ
 Angie has only lived in France for a month; her French is quite good, considering.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
consider [sth] vtr (take into account)σκέφτομαι ρ μ
  λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψιν περίφρ
  αναλογίζομαι, υπολογίζω ρ μ
 Have you considered the long-term consequences of this decision?
 Έχεις σκεφτεί (or: αναλογιστεί) τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης;
 Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης;
consider [sth] vtr (reflect on)σκέφτομαι, αναλογίζομαι ρ μ
 Consider the implications of that discovery!
 Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!
consider [sth] vtr (weigh possibilities)σκέφτομαι, αναλογίζομαι ρ μ
  λαμβάνω υπόψιν περίφρ
  υπολογίζω, λογαριάζω ρ μ
  (μεταφορικά)ζυγίζω ρ μ
 She considered her options and what to do next.
 Σκέφτηκε (or: αναλογίστηκε) τις επιλογές τις και τις επόμενες ενέργειές της.
 Υπολόγισε (or: λογάριασε) τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της.
 Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της.
consider [sb/sth] [sth] v expr (with a noun: judge)θεωρώ ότι κπ είναι κτ ρ μ + πρόθ
  θεωρείται ότι κπ είναι κτ περίφρ
  θεωρώ κπ κτ περίφρ
 Shani is considered a good student.
 Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια.
consider [sb/sth] to be [sth] v expr (with a noun: judge as [sth])θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι περίφρ
  θεωρώ κπ/κτ κτ ρ μ
 I consider my actions that day to be a mistake.
 Many consider Mozart's "Requiem" to be his masterpiece.
 Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες.
 Θεωρώ λανθασμένες τις πράξεις μου εκείνη την ημέρα.
consider [sb/sth] to be [sth] v expr (with an adjective: judge)θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ περίφρ
 Many people today consider corporal punishment to be wrong.
 Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος.
consider doing [sth] v expr (think about doing [sth])σκέφτομαι να κάνω κτ περίφρ
 Henry is considering taking up a sport.
 Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
consider [sth] vtr (look at)παρατηρώ ρ μ
  (εξεταστικά)περιεργάζομαι ρ μ
 She considered his face for a long time, and then smiled.
 Παρατήρησε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε.
 Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
consider | considering
ΑγγλικάΕλληνικά
consider it done interj informal (agreeing to a request to do [sth](καθομιλουμένη)έγινε έκφρ
 I know you want the report finished tonight, so just consider it done.
consider the circumstances v expr (take context into account)δεδομένων των συνθηκών έκφρ
  εν όψει των περιστάσεων έκφρ
 Before you blame him, consider the circumstances.
consider the source interj (be sceptical)δεν θεωρώ δεδομένο έκφρ
 Don't pay attention to anything he says: consider the source.
refuse to consider [sth] v expr (not accept)αρνούμαι να σκεφτώ κτ περίφρ
 I'm an optimist: I refuse to consider the possibility of failure.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'considering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is not so [bad, long], considering, considering the facts, we should [go, stop, try], considering the weather, we should [go], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση considering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «considering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!