Κύριες μεταφράσεις |
considering prep | (given) | λαμβάνοντας υπόψιν, λαμβάνοντας υπόψη έκφρ |
| | δεδομένου του έκφρ |
| Considering Granddad's age, his recovery from the stroke is remarkable. |
| Δεδομένης της ηλικίας του παππού, είναι θαύμα το ότι συνήλθε από το εγκεφαλικό. |
considering, considering that conj | (given that) | δεδομένου ότι, με δεδομένο ότι έκφρ |
| | εφόσον, αφού σύνδ |
| Considering that you've decided to go, I'll come too. |
| Αφού αποφάσισες να πας, θα έρθω κι εγώ. |
considering adv | (under the circumstances) | δεδομένων των συνθηκών, με τις δεδομένες συνθήκες, με αυτά τα δεδομένα φρ ως επίρ |
| Angie has only lived in France for a month; her French is quite good, considering. |
Κύριες μεταφράσεις |
consider [sth]⇒ vtr | (take into account) | σκέφτομαι ρ μ |
| | λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψιν περίφρ |
| | αναλογίζομαι, υπολογίζω ρ μ |
| Have you considered the long-term consequences of this decision? |
| Έχεις σκεφτεί (or: αναλογιστεί) τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
| Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
consider [sth] vtr | (reflect on) | σκέφτομαι, αναλογίζομαι ρ μ |
| Consider the implications of that discovery! |
| Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης! |
consider [sth] vtr | (weigh possibilities) | σκέφτομαι, αναλογίζομαι ρ μ |
| | λαμβάνω υπόψιν περίφρ |
| | υπολογίζω, λογαριάζω ρ μ |
| (μεταφορικά) | ζυγίζω ρ μ |
| She considered her options and what to do next. |
| Σκέφτηκε (or: αναλογίστηκε) τις επιλογές τις και τις επόμενες ενέργειές της. |
| Υπολόγισε (or: λογάριασε) τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
| Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
consider [sb/sth] [sth] v expr | (with a noun: judge) | θεωρώ ότι κπ είναι κτ ρ μ + πρόθ |
| | θεωρείται ότι κπ είναι κτ περίφρ |
| | θεωρώ κπ κτ περίφρ |
| Shani is considered a good student. |
| Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια. |
consider [sb/sth] to be [sth] v expr | (with a noun: judge as [sth]) | θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι περίφρ |
| | θεωρώ κπ/κτ κτ ρ μ |
| I consider my actions that day to be a mistake. |
| Many consider Mozart's "Requiem" to be his masterpiece. |
| Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες. |
| Θεωρώ λανθασμένες τις πράξεις μου εκείνη την ημέρα. |
consider [sb/sth] to be [sth] v expr | (with an adjective: judge) | θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ περίφρ |
| Many people today consider corporal punishment to be wrong. |
| Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος. |
consider doing [sth] v expr | (think about doing [sth]) | σκέφτομαι να κάνω κτ περίφρ |
| Henry is considering taking up a sport. |
| Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα. |