| Κύριες μεταφράσεις |
| concern [sb]⇒ vtr | (affect [sb]) | απασχολώ, αφορώ ρ μ |
| | | ενδιαφέρω ρ μ |
| | This is an issue that concerns everyone. |
| | Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες. |
| concern [sb] vtr | (trouble [sb]) | ανησυχώ, προβληματίζω ρ μ |
| | His health really concerns me. |
| | Η υγεία του με ανησυχεί (or: προβληματίζει). |
| concern [sth/sb]⇒ vtr | (be about, regarding) | αφορώ ρ μ |
| | | αφορώ σε κτ, σχετίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (καθομιλουμένη) | έχω να κάνω με κτ έκφρ |
| | My question concerns your recent statements about foreign policy. |
| | The article concerning environmental issues can be found on page 2. |
| | Η ερώτησή μου αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις σας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική. |
| | Το κείμενο που έχει να κάνει με περιβαλλοντικά θέματα βρίσκεται στη σελίδα 2. |
| concern [sb/sth]⇒ vtr | (involve) | αφορώ ρ μ |
| | This doesn't concern you. |
| concern n | (worry) | ενδιαφέρον ουσ ουδ |
| | | έγνοια, έννοια ουσ θηλ |
| | Thank you for your concern, but I'm fine. |
| | Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά είμαι καλά. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που έφυγε η κόρη μου στο εξωτερικό, έχω συνεχώς την έγνοια (or: έννοια) της. |
| concern n | ([sth] worrying) | λόγος ανησυχίας φρ ως ουσ αρσ |
| | | πρόβλημα, θέμα ουσ ουδ |
| | | προβληματισμός ουσ αρσ |
| | The gathering storm is a concern for the hikers. |
| | Η επικείμενη καταιγίδα είναι λόγος ανησυχίας για τους πεζοπόρους. |
| concern n | (matter of interest) | που ενδιαφέρει περίφρ |
| | | που αφορά περίφρ |
| | This new law is a concern only for companies exporting to countries outside the EU. |
| | Ο νέος νόμος ενδιαφέρει μόνο τις εταιρείες που πραγματοποιούν εξαγωγές εκτός της ΕΕ. |
| concern n | (affair) | θέμα ουσ ουδ |
| | | υπόθεση ουσ θηλ |
| | | μέλημα ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | έγνοια, έννοια ουσ θηλ |
| | I'm sorry, but this is not your concern. |
| | The main concern of government is keeping order. |
| | Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δικό σου θέμα. |
| | Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση. |
| | Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης |
| concern n | (company) | εταιρεία ουσ θηλ |
| | | επιχείρηση ουσ θηλ |
| | Brian has started a shipping concern. |
| | Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία. |