concerning

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈsɜːrnɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈsɝnɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(kən sûrning)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: concerning, concern

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
concerning prep (about)αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε έκφρ
 He wrote a letter concerning the problem.
 Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα.
concerning adj (causing concern)ανησυχητικός επίθ
 Police said the increased crime in the area was quite concerning.
 Η αστυνομία είπε πως η αυξημένη εγκληματικότητα στην περιοχή ήταν αρκετά ανησυχητική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
concern [sb] vtr (affect [sb])απασχολώ, αφορώ ρ μ
  ενδιαφέρω ρ μ
 This is an issue that concerns everyone.
 Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες.
concern [sb] vtr (trouble [sb])ανησυχώ, προβληματίζω ρ μ
 His health really concerns me.
 Η υγεία του με ανησυχεί (or: προβληματίζει).
concern [sth/sb] vtr (be about, regarding)αφορώ ρ μ
  αφορώ σε κτ, σχετίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)έχω να κάνω με κτ έκφρ
 My question concerns your recent statements about foreign policy.
 The article concerning environmental issues can be found on page 2.
 Η ερώτησή μου αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις σας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική.
 Το κείμενο που έχει να κάνει με περιβαλλοντικά θέματα βρίσκεται στη σελίδα 2.
concern [sb/sth] vtr (involve)αφορώ ρ μ
 This doesn't concern you.
concern n (worry)ενδιαφέρον ουσ ουδ
  έγνοια, έννοια ουσ θηλ
 Thank you for your concern, but I'm fine.
 Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά είμαι καλά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που έφυγε η κόρη μου στο εξωτερικό, έχω συνεχώς την έγνοια (or: έννοια) της.
concern n ([sth] worrying)λόγος ανησυχίας φρ ως ουσ αρσ
  πρόβλημα, θέμα ουσ ουδ
  προβληματισμός ουσ αρσ
 The gathering storm is a concern for the hikers.
 Η επικείμενη καταιγίδα είναι λόγος ανησυχίας για τους πεζοπόρους.
concern n (matter of interest)που ενδιαφέρει περίφρ
  που αφορά περίφρ
 This new law is a concern only for companies exporting to countries outside the EU.
 Ο νέος νόμος ενδιαφέρει μόνο τις εταιρείες που πραγματοποιούν εξαγωγές εκτός της ΕΕ.
concern n (affair)θέμα ουσ ουδ
  υπόθεση ουσ θηλ
  μέλημα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)έγνοια, έννοια ουσ θηλ
 I'm sorry, but this is not your concern.
 The main concern of government is keeping order.
 Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.
 Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση.
 Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης
concern n (company)εταιρεία ουσ θηλ
  επιχείρηση ουσ θηλ
 Brian has started a shipping concern.
 Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
concern | concerning
ΑγγλικάΕλληνικά
business concern n (company)εμπορική επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ
concern for the environment n (ecology, environmental awareness)ευαισθησία για το περιβάλλον έκφρ
 Greenpeace tries to raise concern for the environment through dramatic actions.
concern yourself with [sth] v expr (worry about)ανησυχώ ρ αμ
  με απασχολεί κτ έκφρ
 I'll buy it for you, so don't concern yourself with the cost.
 Θα σου το αγοράσω, οπότε μην ανησυχείς για το κόστος.
concern yourself with [sth] v expr (be preoccupied with)ανησυχώ για κτ ρ αμ + πρόθ
 It's best not to concern yourself with things you cannot change.
 Καλύτερα να μην ανησυχείς για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις.
going concern n (viable business)συνεχιζόμενη δραστηριότητα ουσ θηλ
 The business had been taken over as a going concern.
growing concern n (cause of worry)πηγή αυξανόμενης ανησυχίας περίφρ
 The safety of the environment is a growing concern these days.
matter of concern n ([sth] worrying)λόγος ανησυχίας φρ ως ουσ αρσ
 The meningitis outbreak is a matter of concern for health officials.
overriding concern n (most important priority)κύριο μέλημα, πρωταρχικό μέλημα επίθ + ουσ ουδ
  βασικό μέλημα επίθ + ουσ ουδ
professional concern n (matter of interest to [sb] in a specific job)επαγγελματικό ενδιαφέρον επίθ + ουσ ουδ
To whom it may concern expr formal, written (salutation in a letter) (επίσημο)Προς κάθε ενδιαφερόμενο έκφρ
 To whom it may concern, I am writing to express my dissatisfaction with my recent visit to your restaurant.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'concerning' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [matter, ruling, dispute, proposal] concerning [residents, workers, parents, members], their [actions, comments, grades] were rather concerning, a [matter] concerning [wages, access, treatment, changes, measures], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση concerning στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «concerning».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!