WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
concession n | (act of conceding) | παραχώρηση ουσ θηλ |
| | παράδοση ουσ θηλ |
| His concession of the game surprised everyone. |
| Η παράδοσή του στο παιχνίδι ξάφνιασε τους πάντες. |
concession n | (conceded point) | παραχώρηση ουσ θηλ |
| The treaty was accepted, with several concessions. |
| Η συμφωνία έγινε αποδεκτή με αρκετές παραχωρήσεις. |
concession n | (privilege) (ειδικό) | δικαίωμα, προνόμιο ουσ ουδ |
| | άδεια ουσ θηλ |
| They were granted a concession to mine in the area. |
| Τους εκχωρήθηκε το δικαίωμα να προβούν σε εξορύξεις στην περιοχή. |
concession n | (business premises) | κατάστημα ουσ ουδ |
| Who runs that little concession in the hotel lobby? |
| Ποιος διευθύνει εκείνο το μικρό κατάστημα στο λόμπυ του ξενοδοχείου; |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: