Κύριες μεταφράσεις |
carry [sth]⇒ vtr | (move, transport) | κουβαλάω, κουβαλώ ρ μ |
| | μεταφέρω ρ μ |
| Could you carry this table from the kitchen to the dining room? |
| Μπορείς να κουβαλήσεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία; |
| Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία; |
carry [sth] vtr | (vehicle: transport) | μεταφέρω ρ μ |
| The truck carries cargo across the country. |
| Το φορτηγό μεταφέρει φορτία σε όλη τη χώρα. |
carry [sth] vtr | (conduct) | μεταφέρω ρ μ |
| This pipe carries water. |
| Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό. |
carry [sth] vtr | (support) (μεταφορικά) | σηκώνω ρ μ |
| | αντέχω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, προφορικό) | βαστώ, βαστάω ρ μ |
| (επίσημο) | φέρω, αναλαμβάνω ρ μ |
| The steel beams can carry a lot of weight. |
| Οι χαλυβδινες δοκοί μπορούν να σηκώσουν μεγάλο βάρος. |
| Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να αντέξουν μεγάλο φορτίο. |
| Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο. |
carry [sth] vtr | (transmit) | μεταδίδω ρ μ |
| Mosquitoes carry malaria. |
| Τα κουνούπια μεταδίδουν ελονοσία. |
carry [sth] vtr | (keep with you) | έχω μαζί μου περίφρ |
| (μεταφορικά) | κρατάω, κουβαλάω ρ μ |
| (παλαιό) | βαστάω ρ μ |
| He always carries a knife for protection. |
| Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία. |
carry [sth] vtr | (stock) | πουλάω, πουλώ ρ μ |
| | έχω ρ μ |
| (μεταφορικά) | δουλεύω ρ μ |
| This shop doesn't carry all brands of clothes. |
| Αυτό το μαγαζί δεν έχει όλες τις μάρκες ρούχων. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε. |
carry⇒ vi | (sound: travel) | αντηχώ ρ αμ |
| In the canyon, voices carry far. |
| Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
carry n | US (football) | προσπάθεια επίθεσης |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθεται ένας γενικός όρος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μετάφραση. |
| The running back averages twenty yards a carry. |
carry vi | (reach an audience) | έχω απήχηση ρ έκφρ |
| (μεταφορικά: κάποιον) | κερδίζω ρ μ |
| The Minister's message will carry. |
carry vi | (gain adoption) | γίνομαι αποδεκτός ρ έκφρ |
| | κερδίζω την αποδοχή περίφρ |
| (επίσημο) | τυγχάνω αποδοχής περίφρ |
| The motion will carry in Congress. |
carry [sth]⇒ vtr | (have on your person) | έχω κτ μαζί μου έκφρ |
| (μεταφορικά) | έχω κτ πάνω μου έκφρ |
| Always carry a handkerchief. |
carry [sth] vtr | (involve, entail) (μόνο τρίτο πρόσωπο) | επισύρει ρ μ |
| Robbery carries a ten-year prison term in some countries. |
| Σε ορισμένες χώρες η κλοπή επισύρει δεκαετή ποινή φυλάκισης. |
carry [sth] vtr | (communicate, convey) | μεταδίδω, μεταφέρω ρ μ |
| Commercials carry an obvious message. |
carry [sb]⇒ vtr | (be pregnant with) | είμαι έγκυος σε περίφρ |
| (επίσημο) | κυοφορώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη: παιδί) | περιμένω ρ μ |
| Melinda is carrying twins. |
| Η Μελίντα είναι έγκυος σε δίδυμα. |
| Η Μελίντα κυοφορεί δίδυμα. |
| Η Μελίντα περιμένει δίδυμα. |
carry [sth]⇒ vtr | (continue, extend) (μεταφορικά) | τραβάω ρ μ |
| We don't want to carry things too far. |
carry [sb] to [sth]⇒ vtr | figurative (cause success of) (τη νίκη σε κάποιον) | χαρίζω ρ μ |
| (κάποιον στη νίκη) | οδηγώ ρ μ |
| The star player carried the team to victory. |
| Ο διάσημος παίκτης χάρισε τη νίκη στην ομάδα του. |
| Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη. |
carry [sth]⇒ vtr | (publication: feature) (για έντυπο, το κυρίως άρθρο) | έχω ως κύριο άρθρο περίφρ |
| | έχω ως τίτλο περίφρ |
| Later editions of the newspaper carried a different headline story. |
| Οι επόμενες εκδόσεις της εφημερίδας είχαν διαφορετικό κύριο άρθρο. |
carry [sth] vtr | (digit: transfer to next column) | μεταφέρω το κρατούμενο περίφρ |
| | έχω ως κρατούμενο περίφρ |
| Don't forget to carry the two. |
| Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο. |
carry [sth] vtr | (golf) (κάποιο εμπόδιο) | ξεπερνάω ρ μ |
| Alan is hoping to carry this sandtrap. |
carry yourself vtr + refl | (posture: hold yourself) | στέκομαι ρ αμ |
| | έχω στάση ρ έκφρ |
| The ballerina carries herself well. |
Phrasal verbs carry | carrying |
carry [sth] along vtr phrasal sep | (bring) | παίρνω μαζί μου, φέρνω ρ μ |
carry [sth] around, carry around [sth] vtr phrasal sep | (take with you) | παίρνω κτ μαζί μου έκφρ |
| | κουβαλάω, κουβαλώ ρ μ |
| My two-year-old carries his teddy bear around wherever he goes. |
carry [sth/sb] away vtr phrasal sep | (tide, river: sweep off) | παρασύρω ρ μ |
| The boy dropped a stick in the river and the current carried it away. |
carry [sth] forward, carry forward [sth] vtr phrasal sep | (sum: transfer to next column) | μεταφέρω ρ μ |
| Carry the number forward from the units to the tens column. |
carry [sth] forward, carry forward [sth] vtr phrasal sep | figurative (cause to progress) | προχωράω, προχωρώ ρ μ |
| A team of experts is being assembled to carry the project forward. |
carry [sb/sth] off vtr phrasal sep | (abduct, kidnap) | απάγω ρ μ |
| She was carried off by persons unknown and never seen again. |
| Απήχθη από αγνώστους, και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. |
carry [sth] off vtr phrasal sep | informal, figurative (succeed in doing) (μεταφορικά: ρούχα, στυλ) | υποστηρίζω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | τα βγάζω πέρα έκφρ |
| | τα καταφέρνω έκφρ |
| (μεταφορικά, αργκό: κάτι) | τα σπάει έκφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις. |
| Not everyone can wear a red hat with purple shoes, but you really carry it off in style. |
| Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ. |
carry on vi phrasal | (continue doing [sth]) | συνεχίζω ρ αμ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is a noun or a modifier. |
| She carried on as if nothing had happened. |
| Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
carry on with [sth] vi phrasal + prep | (continue [sth]) | συνεχίζω ρ μ |
| The teacher told us to carry on with the exercise she had assigned while she prepared a test. |
| Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ. |
carry on [sth], carry [sth] on vtr phrasal sep | (preserve, continue) | συνεχίζω ρ μ |
| His daughter plans to carry the business on just as it was before. |
| Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν. |
carry on vi phrasal | informal (make a fuss) | κάνω φασαρία ρ έκφρ |
| At bedtime the spoiled child would carry on until his parents shouted, "Enough!" |
| Το κακομαθημένο παιδί έκανε φασαρία την ώρα του ύπνου, έως ότου οι γονείς του φώναξαν «Αρκετά!» |
carry [sth] out, carry out [sth] vtr phrasal sep | (perform, conduct) | εκτελώ ρ μ |
| | διενεργώ, διεξάγω ρ μ |
| The army sometimes carries out mountain rescues in this area. |
carry [sth] out, carry out [sth] vtr phrasal sep | (bring to fruition) | φέρνω σε πέρας έκφρ |
| | πραγματοποιώ ρ μ |
| | υλοποιώ ρ μ |
| | εκτελώ ρ μ |
| The executor of a will carries out the wishes of the deceased. |
carry [sth] over, carry over [sth] vtr phrasal sep | (sum: transfer to next column) (μαθηματικά: άθροισμα, υπόλοιπο) | μεταφέρω ρ μ |
| Carry over the number "4" and put it at the top of the next column. |
| Μετάφερε τον αριθμό «4» και βάλ' τον στην κορυφή της επόμενης στήλης. |
carry [sth] over, carry over [sth] vtr phrasal sep | (vacation allowance: use next year) (άδεια) | μεταφέρω στο επόμενο έτος έκφρ |
| My boss won't allow me to carry over my vacation time to next year so I must take holidays now. |
| Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα. |
carry over to [sth] vi phrasal + prep | (be extended) | παρατείνομαι ρ αμ |
| His frustration at work carried over to his home. |
| Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του. |
carry through with [sth] vtr phrasal insep | UK (complete) | ολοκληρώνω ρ μ |
| | εφαρμόζω ρ μ |
| | υλοποιώ ρ μ |
| She has good intentions but never carries through with them. |
carry [sb] through, carry [sb] through [sth] vtr phrasal sep | (help to endure, survive) | υπομένω ρ μ |