begging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbegɪŋ/

From the verb beg: (⇒ conjugate)
begging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: begging, beg

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
begging n (asking for charity)επαιτεία ουσ θηλ
  (καθομ, συνήθως μειωτικό)ζητιανιά, διακονιά ουσ θηλ
  ζητιάνεμα, διακόνεμα ουσ ουδ
 It is so sad, when the economy tanked, more people were forced to turn to begging just to get by.
 Είναι πολύ λυπηρό πως, όταν η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση, περισσότεροι άνθρωποι αναγκάστηκαν να στραφούν στην επαιτεία για να τα βγάλουν πέρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beg [sb] vtr formal, dated (implore, plead with [sb])ικετεύω, εκλιπαρώ ρ μ
  (πιο απλά)παρακαλώ ρ μ
 Please don't leave me, I beg you!
 Μη με αφήνεις, σε ικετεύω (or: εκλιπαρώ)!
beg [sb] to do [sth] v expr (plead with [sb] to do [sth](κάποιον να κάνει κάτι)ικετεύω, εκλιπαρώ ρ μ
  παρακαλάω, θερμοπαρακαλώ ρ μ
 She begged her parents to buy her the toy.
 Ικέτευσε τους γονείς της να της αγοράσουν το παιχνίδι.
beg [sb] for [sth] vtr + prep (implore [sb] for [sth](κάποιον για κάτι)ικετεύω, εκλιπαρώ ρ μ
  παρακαλάω, θερμοπαρακαλώ ρ μ
 He keeps begging his mother for a new phone, but she says she can't afford it.
 Συνεχίζει να παρακαλάει (or: θερμοπαρακαλάει) τη μητέρα του να του αγοράσει καινούριο κινητό, αλλά εκείνη του λέει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει.
beg [sth] vtr (request food, money) (κάτι)ζητιανεύω ρ μ
  (ηπιότερο)ζητάω, ζητώ ρ μ
 It was a poor city and there were people begging money on almost every street corner.
 Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία.
beg [sth] from [sb] vtr + prep (request food, money)ζητιανεύω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  (ηπιότερο)ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 The poor boy begged food and money from strangers on the street.
 Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο.
beg vi (request alms) (καθομιλουμένη)ζητιανεύω ρ αμ
  (επίσημο)επαιτώ ρ αμ
 When he lost his job, he started to sit on the street corner and beg.
 Αφού έχασε τη δουλειά του, άρχισε να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου και να ζητιανεύει.
 Αφού έχασε τη δουλειά του, άρχισε να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου και να επαιτεί.
beg vi (ask humbly)ικετεύω ρ αμ
  παρακαλάω ρ αμ
 Would you please do me this favour? Don't make me beg.
 Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη; Μη με κάνεις να σε ικετεύσω.
beg vi (dog: sit up as if to request food)ζητιανεύω ρ αμ
  (διαταγή)παρακάλα ρ αμ
 My dog does tricks when I say "roll over!" or "beg!"
 Ο σκύλος μου κάνει κόλπα όταν του λέω «Κάνε μια στροφή!» ή «Παρακάλα!»
beg of [sb] vi + prep formal (implore [sb])ικετεύω, εκλιπαρώ ρ μ
  θερμοπαρακαλώ ρ μ
  παρακαλώ ρ μ
 I must beg of you to grant me one favour.
 Σε ικετεύω (or: εκλιπαρώ) να μου κάνεις μια χάρη.
 Σε θερμοπαρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
beg | begging
ΑγγλικάΕλληνικά
beg off vi phrasal informal (excuse yourself)αρνούμαι ρ αμ
  (κάτι που είχα κανονίσει)ακυρώνω ρ αμ
beg off on [sth] vi phrasal (excuse yourself)αρνούμαι ρ αμ
  (κάτι που είχα κανονίσει)ακυρώνω ρ αμ
beg off [sth] vtr phrasal insep informal (excuse yourself)αρνούμαι ρ αμ
  (κάτι που είχα κανονίσει)ακυρώνω ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
begging | beg
ΑγγλικάΕλληνικά
go begging vi (ask strangers for money)ζητιανεύω ρ μ
 She sank so low that she had to go begging in the streets.
go begging vi figurative, slang (be available without takers) (μεταφορικά)πάω χαμένος έκφρ
 If that bottle of milk's going begging, I'll have it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'begging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση begging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «begging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!