• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: begrudging, begrudge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
begrudging adj (resentful)γεμάτος κακία φρ ως επίθ
  που δείχνει κακία
  (κατ' επέκταση)απρόθυμος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
begrudge [sb] [sth] vtr (resent, envy)φθονώ, ζηλεύω ρ αμ
 I don't begrudge Lisa her success; she has worked hard for it.
 Δεν τους φθονώ (or: ζηλεύω) για την επιτυχία τους. Δούλεψαν σκληρά για αυτή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση begrudging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «begrudging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!