Σε αυτή τη σελίδα: befuddled, befuddle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
befuddled adj (confused, perplexed)μπερδεμένος, συγχυσμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά: πχ ο νους)θολός επίθ
  (πιο επίσημο)σε κατάσταση σύγχυσης περίφρ
  (καθομιλουμένη)θολωμένος μτχ πρκ
 The patient woke up after the operation in a befuddled state of mind.
 Ο ασθενής ξύπνησε σε κατάσταση σύγχυσης μετά το χειρουργείο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
befuddle [sb] vtr (confuse, bewilder)μπερδεύω, συγχύζω ρ μ
  (μεταφορικά)ζαλίζω ρ μ
 Technology befuddles me; I prefer to do things the old-fashioned way.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση befuddled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «befuddled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!